καταπάλμενος: Difference between revisions

From LSJ

Ῥᾴθυμος ἐὰν ᾖς, πλούσιος πένης ἔσῃ → Si dives es pigerque, mox iners eris → Dein Leichtsinn macht alsbald dich arm, seist du auch reich

Menander, Monostichoi, 472
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=katapalmenos
|Transliteration C=katapalmenos
|Beta Code=katapa/lmenos
|Beta Code=katapa/lmenos
|Definition=[[καταπηδήσας]], Hsch.; of a waterfall, <span class="title">AP</span>9.326 cod. (Leon.): [[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">κατεπ-</b>, v. [[κατεφάλλομαι]].
|Definition=[[καταπηδήσας]], [[Hesychius Lexicographus|Hsch.]]; of a waterfall, ''AP''9.326 cod. (Leon.): [[nisi legendum|nisi leg.]] <b class="b3">κατεπ-</b>, v. [[κατεφάλλομαι]].
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[καταπάλμενος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[καταπάλμενος]]<br />καταπηδήσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[αντί]] <i>κατεφάλμενος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατεφάλλομαι]]].
|mltxt=[[καταπάλμενος]], ὁ (Α)<br /><b>1.</b> (<b>ποιητ. τ.</b>) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται [[προς]] τα [[κάτω]]<br /><b>2.</b> <i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «[[καταπάλμενος]]<br />καταπηδήσας».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Πιθ. [[αντί]] <i>κατεφάλμενος</i> <span style="color: red;"><</span> [[κατεφάλλομαι]]].
}}
}}

Latest revision as of 11:01, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: καταπάλμενος Medium diacritics: καταπάλμενος Low diacritics: καταπάλμενος Capitals: ΚΑΤΑΠΑΛΜΕΝΟΣ
Transliteration A: katapálmenos Transliteration B: katapalmenos Transliteration C: katapalmenos Beta Code: katapa/lmenos

English (LSJ)

καταπηδήσας, Hsch.; of a waterfall, AP9.326 cod. (Leon.): nisi leg. κατεπ-, v. κατεφάλλομαι.

Greek Monolingual

καταπάλμενος, ὁ (Α)
1. (ποιητ. τ.) (για καταρράκτη) αυτός που πηδά ή χύνεται προς τα κάτω
2. (κατά τον Ησύχ.) «καταπάλμενος
καταπηδήσας».
[ΕΤΥΜΟΛ. Πιθ. αντί κατεφάλμενος < κατεφάλλομαι].