δυσπαράγραφος: Difference between revisions
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dysparagrafos | |Transliteration C=dysparagrafos | ||
|Beta Code=duspara/grafos | |Beta Code=duspara/grafos | ||
|Definition= | |Definition=δυσπαράγραφον, [[hard to define]], ποσότης Plb.16.12.10; [[hard to state precisely]], Id.18.15.1; [[hard to terminate]], of life, Phld.''Herc.'' 1251.16. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:05, 25 August 2023
English (LSJ)
δυσπαράγραφον, hard to define, ποσότης Plb.16.12.10; hard to state precisely, Id.18.15.1; hard to terminate, of life, Phld.Herc. 1251.16.
Spanish (DGE)
-ον
difícil de definir ἡ ποσότης Plb.16.12.10, ὁ τόπος de un tema de estudio, Plb.18.13.3
•difícil de establecer con precisión τίσιν οὖν εἰκότως ἂν ἐπιφέροι τις τὴν ὀνομασίαν ταύτην, ἔστι μὲν δυσπαράγραφον Plb.18.15.1
•neutr. subst. τὸ δ. dificultad de determinar, de precisar el momento de la muerte, Phld.Elect.16.14.
German (Pape)
[Seite 686] schwer zu begränzen, zu bestimmen; ἡ ποσότης Pol. 16, 12, 10; 17, 15, 1.
Russian (Dvoretsky)
δυσπαράγρᾰφος: трудно определимый (δ. ἐστιν ἡ ποσότης, οὐ μὴν ἀπαράγραφός γε Polyb.).
Greek (Liddell-Scott)
δυσπαράγρᾰφος: -ον, δυσκόλως ὁριζόμενος ἢ περιοριζόμενος, Πολύβ. 16. 12, 10, κτλ.
Greek Monolingual
δυσπαράγραφος, -ον (Α)
1. αυτός που δύσκολα προσδιορίζεται
2. (για τη ζωή) αυτός που δύσκολα τερματίζεται.