μελάνδρυον: Difference between revisions
From LSJ
mNo edit summary |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=melandryon | |Transliteration C=melandryon | ||
|Beta Code=mela/ndruon | |Beta Code=mela/ndruon | ||
|Definition=τό, < | |Definition=τό,<br><span class="bld">A</span> [[heart of oak]], [[Theophrastus|Thphr.]] ''[[Historia Plantarum|HP]]'' 1.6.2.<br><span class="bld">II</span> v. [[μελάνδρυς]]. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
τό,
A heart of oak, Thphr. HP 1.6.2.
II v. μελάνδρυς.
German (Pape)
[Seite 119] τό, der schwarze Kern der Eiche (wofür Od. 14, 12 steht τὸ μέλαν δρυός), Theophr.
Greek (Liddell-Scott)
μελάνδρυον: τό, ἡ ἐντεριώνη, ἡ καρδία τῆς δρυός, Θεοφρ. π. Φυτ. Ἱστ. 1. 6, 2· ἀνθ’ οὗ ἐν Ὀδ. Ξ. 12 φέρεται τὸ μέλαν δρυός. ΙΙ. ἴδε ἐν λ. μελάνδρυς.
Greek Monolingual
μελάνδρυον, τὸ (ΑM)
η εντεριώνη, η καρδιά της δρυός
αρχ.
στον πληθ. τὰ μελάνδρυα
τεμάχια, μερίδες αλίπαστου τόννου.
[ΕΤΥΜΟΛ. Ουσιαστικοποιημένος τ. ουδ. του επιθέτου μελάνδρυος. Η σημ. του πληθ. μελάνδρυα «τεμάχια αλίπαστου τόννου» είναι μεταφορική].