διωκτικός: Difference between revisions
Κρεῖττον τὸ μὴ ζῆν ἐστιν ἢ ζῆν ἀθλίως → Death is better than a life of misery → Satius mori quam calamitose vivere → Der Tod ist besser als ein Leben in der Not
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=dioktikos | |Transliteration C=dioktikos | ||
|Beta Code=diwktiko/s | |Beta Code=diwktiko/s | ||
|Definition= | |Definition=διωκτική, διωκτικόν, [[apt to pursue]], [[follow]] a course [χρυσὸς] δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Iamb.''Protr.''21.λέ; [[swift in pursuit]], EM468.23. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:08, 25 August 2023
English (LSJ)
διωκτική, διωκτικόν, apt to pursue, follow a course [χρυσὸς] δ. τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς Iamb.Protr.21.λέ; swift in pursuit, EM468.23.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
I 1apto para seguir c. gen. πάντων γὰρ τῶν ἐπὶ γῆς βαρύτατον χρυσὸς καὶ τῆς ἐπὶ τὸ μέσον φορᾶς διωκτικόν Iambl.Protr.21
•rápido en la persecución, EM 468.23G.
2 que pone en fuga, capaz de alejar c. gen. δὸς δύναμιν ... πάσης ἐπιβουλῆς διωκτικήν Const.App.8.29.3, de la piel de un pez διωκτικὸν κυνῶν Sch.Cyran.4.29.5
•repelente κωνώπων Paul.Aeg.5.1.2.
II adv. -ῶς en persecución ἐφομαρτεῖν ... τὸ δ. ἐπακολουθεῖν Eust.707.1, cf. 543.44.
German (Pape)
[Seite 649] zum Verfolgen geeignet; καὶ ταχύς E. M. p. 468, 23.
Greek Monolingual
-ή, -ό
αυτός που ανήκει ή αναφέρεται στον διώκτη ή στη δίωξη, ο κατάλληλος για δίωξη («διωκτικές αρχές»).