ἀντιρρητικός: Difference between revisions
Φίλος με βλάπτων (λυπῶν) οὐδὲν ἐχθροῦ διαφέρει → Laedens amicus distat inimico nihil → Ein Freund, der schadet, ist ganz gelich mir einem Feind
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") Tags: Mobile edit Mobile web edit |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=antirritikos | |Transliteration C=antirritikos | ||
|Beta Code=a)ntirrhtiko/s | |Beta Code=a)ntirrhtiko/s | ||
|Definition= | |Definition=ἀντιρρητική, ἀντιρρητικόν, [[controversial]], λόγος S.E.''P.''1.21. Adv. [[ἀντιρρητικῶς]], ἔχειν πρός τινας Steph. ''in Hp.''1.72 D. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
ἀντιρρητική, ἀντιρρητικόν, controversial, λόγος S.E.P.1.21. Adv. ἀντιρρητικῶς, ἔχειν πρός τινας Steph. in Hp.1.72 D.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
1 que refuta λόγος S.E.P.1.21, cf. Gr.Naz.M.36.585A, Dion.Ar.M.3.857A
•jur. ἀ. λίβελλοι memoria que refuta el alegato de la parte contraria, PMasp.295.1 (V d.C.).
2 adv. -ῶς: ἀ. ἔχειν refutar τοὺς λέγοντας Steph.in Hp.1.72.
Russian (Dvoretsky)
ἀντιρρητικός: возражающий: ὁ ἀ. λόγος Sext. опровержение.
Greek (Liddell-Scott)
ἀντιρρητικός: -ή, -όν, ἐναντιολογικός, ἐριστικός, ὁ ἔχων ὡς θέμα τὴν ἀντίρρησιν, λόγοι ἀντιρρητικοὶ πρὸς τὰ Ἱεροκλέους Σέξτ. Ἐμπ. Π. 1. 21. ― Ἐπίρρ. -κῶς, Βυζ.
Greek Monolingual
-ή, -ό (Α ἀντιρρητικός, -ή, -όν)
αυτός που έχει θέμα την αντίρρηση ή ρέπει προς την αντίρρηση, εριστικός.