φιλόκωμος: Difference between revisions
Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=filokomos | |Transliteration C=filokomos | ||
|Beta Code=filo/kwmos | |Beta Code=filo/kwmos | ||
|Definition= | |Definition=φιλόκωμον, [[fond of feasting and dancing]], [[epithet]] of Anacreon, Simon.183.5; πηκτίς ''AP''5.174 (Mel.), cf. Polem.Phgn.13, 67. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:12, 25 August 2023
English (LSJ)
φιλόκωμον, fond of feasting and dancing, epithet of Anacreon, Simon.183.5; πηκτίς AP5.174 (Mel.), cf. Polem.Phgn.13, 67.
German (Pape)
[Seite 1281] lustige Gelage u. Umzüge liebend; Anakreon, Simon. 51; πηκτίς Mel. 60 (V, 175).
Russian (Dvoretsky)
φιλόκωμος: любящий веселые пиры или шествия (πηκτίς Anth.).
Greek (Liddell-Scott)
φῐλόκωμος: -ον, ὁ ἀγαπῶν τοὺς κώμους, τὰς διασκεδάσεις μετ’ εὐωχίας καὶ χοροῦ, ἐπίθ. τοῦ Ἀνακρέοντος, Σιμωνίδ. (;) 179· πηκτὶς Ἀνθολ. Παλατ. 5. 175.
Greek Monolingual
-ον, Α
1. αυτός που του αρέσουν τα γλέντια, οι διασκεδάσεις
2. (για μουσικά όργανα) αυτός που συνοδεύει τα γλέντια, τις ευωχίες
3. (το αρσ.) προσωνυμία του Ανακρέοντος.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φιλ(ο)- + -κωμος (< κῶμος «συμπόσιο, διασκέδαση»), πρβλ. κραιπαλό -κωμος].