στοιχιαῖος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=stoichiaios | |Transliteration C=stoichiaios | ||
|Beta Code=stoixiai=os | |Beta Code=stoixiai=os | ||
|Definition=α, ον, [[equal to one row]] or [[course]], in masonry, ὑπερτόναια . . πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα | |Definition=α, ον, [[equal to one row]] or [[course]], in masonry, ὑπερτόναια.. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα ''IG''22.463.57. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 11:19, 25 August 2023
English (LSJ)
α, ον, equal to one row or course, in masonry, ὑπερτόναια.. πάχος στοιχιαῖα μῆκος ὀκτώποδα IG22.463.57.
Greek (Liddell-Scott)
στοιχιαῖος: -α, -ον, ὁ ἀνήκων εἰς μίαν σειρὰν ἢ στρῶμα, ἐν τοιχοδομία, Ἐπιγρ. παρὰ Müller Munim. Ath. σ. 36.
Greek Monolingual
-αία, -ον, Α
(δομ.) αυτός που έχει διαστάσεις στοίχου («ὑπερτόναια... πάχος στοιχιαῖα, μῆκος ὀκτώποδα», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < στοῖχος + κατάλ. -ιαῖος (πρβλ. ποδιαῖος)].