γιγγραντός: Difference between revisions
From LSJ
ὀδοῦσι καὶ ὄνυξι καὶ πάσῃ μηχανῇ → tooth and nail | tooth, fang, and claw | in every possible way | by hook or by crook
m (pape replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=giggrantos | |Transliteration C=giggrantos | ||
|Beta Code=giggranto/s | |Beta Code=giggranto/s | ||
|Definition= | |Definition=γιγγραντή, γιγγραντόν, [[composed for the]] <b class="b3">γίγγρας, μέλη γ.</b>. of 'scrannel pipes', Ath.4.175b. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:20, 25 August 2023
English (LSJ)
γιγγραντή, γιγγραντόν, composed for the γίγγρας, μέλη γ.. of 'scrannel pipes', Ath.4.175b.
Spanish (DGE)
-ή, -όν
mús. propio de flauta fenicia μέλη γιγγραντὰ καὶ κακὸν μέγα de canciones de Eurípides, Axionic.3.3, cf. γίγγρας.
Greek (Liddell-Scott)
γιγγραντός: -ή, -όν, συντεθειμένος διὰ τὸν γίγγραν, ὡς καλοῦνται τὰ μέλη τοῦ Ἀξιονίκου παρ᾿ Ἀθην. 175Β.
Greek Monolingual
γιγγραντός, -ή, -όν (Α) γίγγρος
(για μουσικές μελωδίες) αυτός που έχει συντεθεί για να εκτελεσθεί με γίγγρα.