διαφεγγής: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "(?s)(\n{{ls\n\|lstext.*}})(\n{{.*}})(\n{{elru.*}})" to "$3$1$2") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=diafeggis | |Transliteration C=diafeggis | ||
|Beta Code=diafeggh/s | |Beta Code=diafeggh/s | ||
|Definition= | |Definition=διαφεγγές, [[pellucid]]: Adv. Comp., ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτειν Luc.''Am.''26. | ||
}} | }} | ||
{{DGE | {{DGE |
Latest revision as of 11:38, 25 August 2023
English (LSJ)
διαφεγγές, pellucid: Adv. Comp., ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτειν Luc.Am.26.
Spanish (DGE)
-ές
luminoso como pred. τὸ δ' ἄλλο σῶμα ... Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτει Luc.Am.26, ἄστρων διαφεγγεῖς μαρμαρυγὰς ὁρῶμεν Heraclit.All.75, πυρὸς σέλατα, διαφεγγέα πάντῃ Orph.Fr.247.28 (ap. crít.).
German (Pape)
[Seite 610] ές, durchglänzend, ὑέλου διαφεγγέστερον ἀστράπτει Luc. Amor. 26.
Russian (Dvoretsky)
διαφεγγής: сверкающий, яркий: Σιδωνίας ὑέλου διαφεγγέστερον ἀπαστράπτειν Luc. блестеть ярче сидонского стекла.
Greek (Liddell-Scott)
διαφεγγής: -ές, διαφανής, Λουκ. Ἐρωσ. 26.