ἐρωτόληπτος: Difference between revisions
From LSJ
m (Text replacement - "<span class="sense"><span class="bld">A<\/span> (?s)(?!.*<span class="bld">)(.*)(<\/span>)(\n}})" to "$1$3") |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=erotoliptos | |Transliteration C=erotoliptos | ||
|Beta Code=e)rwto/lhptos | |Beta Code=e)rwto/lhptos | ||
|Definition= | |Definition=ἐρωτόληπτον, [[love-smitten]], Procop. ''Arc.''1; <b class="b3">ἔς τινα</b> ib.4. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 11:39, 25 August 2023
English (LSJ)
ἐρωτόληπτον, love-smitten, Procop. Arc.1; ἔς τινα ib.4.
German (Pape)
[Seite 1041] von Liebe ergriffen, Suid.
Greek (Liddell-Scott)
ἐρωτόληπτος: -ον, ὡς καὶ νῦν, ὁ κατεχόμενος ὑπὸ ἔρωτος, Λατ. amore cuptas, Νικήτ. Εὐγ. 6. 624.
Greek Monolingual
-η, -ο (Μ ἐρωτόληπτος, -ον)
1. αυτός που έχει καταληφθεί από έρωτα, ερωτοχτυπημένος
2. ο ερωτύλος, ο επιρρεπής στις ερωτικές περιπέτειες.
[ΕΤΥΜΟΛ. < έρως, -ωτος + -ληπτος < λαμβάνω.