ἀσκαμωνία: Difference between revisions

From LSJ

νῦν εὐπλόηκα, ὅτε νεναυάγηκα → I made a prosperous voyage when I suffered shipwreck

Source
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}}\n)" to "$1$3$2")
m (LSJ1 replacement)
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=askamonia
|Transliteration C=askamonia
|Beta Code=a)skamwni/a
|Beta Code=a)skamwni/a
|Definition=ἡ, = [[σκαμωνία]], <span class="title">Gp.</span>12.19.18, <span class="title">Hippiatr.</span>31, Suid.
|Definition=ἡ, = [[σκαμωνία]], ''Gp.''12.19.18, ''Hippiatr.''31, Suid.
}}
}}
{{DGE
{{DGE

Revision as of 12:07, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ἀσκᾰμωνία Medium diacritics: ἀσκαμωνία Low diacritics: ασκαμωνία Capitals: ΑΣΚΑΜΩΝΙΑ
Transliteration A: askamōnía Transliteration B: askamōnia Transliteration C: askamonia Beta Code: a)skamwni/a

English (LSJ)

ἡ, = σκαμωνία, Gp.12.19.18, Hippiatr.31, Suid.

Spanish (DGE)

-ας, ἡ
bot. escamonea, Conuoluulus scammonia L., Gp.12.19.18, Hippiatr.31.4 (cód.), Sud., Tz.Ep.92.

Greek (Liddell-Scott)

ἀσκαμωνία: ἡ, = σκαμωνία, εἶδος βοτάνης ἰατρικῆς, Τζέτζ. Ἐπιστ. 92. σ. 81, Σουΐδ.

Greek Monolingual

ἀσκαμωνία, η (Μ)
το φυτό περιαλλόκαυλον η σκαμωνία (από τις ρίζες του παρασκευαζόταν καθαρτικό εκχύλισμα).
[ΕΤΥΜΟΛ. < α- (προθετικό) + σκαμωνία].