ναυπηγής: Difference between revisions
From LSJ
Ὅμοια πόρνη δάκρυα καὶ ῥήτωρ ἔχει → Lacrumae oratori eaedem ac meretrici cadunt → Von Dirne und von Redner sind die Tränen gleich
m (LSJ1 replacement) |
|||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=nafpigis | |Transliteration C=nafpigis | ||
|Beta Code=nauphgh/s | |Beta Code=nauphgh/s | ||
|Definition= | |Definition=ναυπηγές, [[shipbuilding]], τέχναι Man.4.323. | ||
}} | }} | ||
{{pape | {{pape |
Latest revision as of 12:27, 25 August 2023
English (LSJ)
ναυπηγές, shipbuilding, τέχναι Man.4.323.
German (Pape)
[Seite 232] ές, = ναυπηγός; τέχναι Maneth. 4, 393.
Greek (Liddell-Scott)
ναυπηγής: -ές, = ναυπηγός, Μανέθων 4. 323.
Greek Monolingual
ναυπηγής, -ές (Α)
αυτός που αφορά τη ναυπήγηση ή αυτός που αποβλέπει στη ναυπήγηση.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναῦς «πλοίο» + -πηγής (< πήγνυμι), πρβλ. κοινοπηγής].