δινόω: Difference between revisions

From LSJ

Δίκαιος ἐὰν ᾖς, πανταχοῦ τῷ τρόπῳ χρήσῃ νόμῳ († λαληθήσῃ) → Si iustus es pro lege tibi mores erunt → Bist du gerecht, ist dein Charakter dir Gesetz (wirst du in aller Munde sein)

Menander, Monostichoi, 135
m (Text replacement - "(?s)({{LSJ.*}}\n)({{.*}}\n)({{DGE.*}})" to "$1$3 $2")
m (LSJ1 replacement)
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=dinoo
|Transliteration C=dinoo
|Beta Code=dino/w
|Beta Code=dino/w
|Definition=[[turn with a lathe]], <span class="bibl">Eust.412.31</span>, etc.
|Definition=[[turn with a lathe]], Eust.412.31, etc.
}}
}}
{{DGE
{{DGE
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0632.png Seite 632]] rund machen, [[drechseln]]; davon adject. verbal. [[δινωτός]], [[gerundet]], [[rund gedrechselt]], überhaupt wohl = [[zierlich gearbeitet]]; Homer dreimal: Iliad. 13, 407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐίσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 4 [[Δινωτήν]]· στρογγύλην; Iliad. 3, 391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Fried laender δεινωτὰ) λέχη λέγει [[ἤτοι]] διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 5 [[Δινωτοῖσι λεχέεσσι]]· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Odyss. 19, 56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – Sp. D.; [[θρόνος]] Apoll. Rh. 3, 44.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-0632.png Seite 632]] rund machen, [[drechseln]]; davon adject. verbal. [[δινωτός]], [[gerundet]], [[rund gedrechselt]], überhaupt wohl = [[zierlich gearbeitet]]; Homer dreimal: Iliad. 13, 407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐίσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 4 [[Δινωτήν]]· στρογγύλην; Iliad. 3, 391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Fried laender δεινωτὰ) λέχη λέγει [[ἤτοι]] διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 5 [[Δινωτοῖσι λεχέεσσι]]· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Odyss. 19, 56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – Sp. D.; [[θρόνος]] Apoll. Rh. 3, 44.
}}
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''δῑνόω''': [[τορνεύω]], Εὐστ. 412. 31, κτλ., ὡς [[ῥίζα]] τοῦ [[δινωτός]].
|lstext='''δῑνόω''': [[τορνεύω]], Εὐστ. 412. 31, κτλ., ὡς [[ῥίζα]] τοῦ [[δινωτός]].
}}
}}

Latest revision as of 12:34, 25 August 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: δῑνόω Medium diacritics: δινόω Low diacritics: δινόω Capitals: ΔΙΝΟΩ
Transliteration A: dinóō Transliteration B: dinoō Transliteration C: dinoo Beta Code: dino/w

English (LSJ)

turn with a lathe, Eust.412.31, etc.

Spanish (DGE)

hacer girar, ἀνάγκη γὰρ τὸ δινοῦν τὸ μὲν ἕλκειν τὸ δ' ὠθεῖν pues lo que hace girar debe necesariamente por una parte tirar, por otra empujar en el mov. de rotación, Arist.Ph.244a3
girar en un torno δινώσω δὲ ἀντὶ τοῦ τορεύσω Eust.412.31, cf. 939.61, 1635.62, δῖνος σημαίνει ... τόρνον, παρὰ τοῦ δινοῦσθαι EM 277.15G.

German (Pape)

[Seite 632] rund machen, drechseln; davon adject. verbal. δινωτός, gerundet, rund gedrechselt, überhaupt wohl = zierlich gearbeitet; Homer dreimal: Iliad. 13, 407 ἀσπίδι πάντοσ' ἐίσῃ, τὴν ἄρ' ὅ γε ῥινοῖσι βοῶν καὶ νώροπι χαλκῷ δινωτὴν φορέεσκε, δύω κανόνεσσ' ἀραρυῖαν, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 4 Δινωτήν· στρογγύλην; Iliad. 3, 391 δινωτοῖσι λέχεσσιν, Scholl. Aristonic. ὅτι δεινωτὰ (es ist wohl unbedenklich δινωτά zu schreiben; Fried laender δεινωτὰ) λέχη λέγει ἤτοι διὰ τὸ τετορνεῦσθαι τοὺς πόδς, ἢ διὰ τὴν ἔντασιν τῶν ἱμάντων· πρώτῃ γὰρ ἐχρῶντο τῇ διὰ τῶν ἱμάντων πλοκῇ, Apollon. Lex. Homer. p. 59, 5 Δινωτοῖσι λεχέεσσι· στρογγύλοις, ἀπὸ τῆς τῶν κλινοπόδων περιφερείας; Odyss. 19, 56 κλισίην, δινωτὴν ἐλέφαντι καὶ ἀργαρῳ, vgl. oben (ἀσπίδα) ῥινοῖσι καὶ χαλκῷ δινωτήν. – Sp. D.; θρόνος Apoll. Rh. 3, 44.

Greek (Liddell-Scott)

δῑνόω: τορνεύω, Εὐστ. 412. 31, κτλ., ὡς ῥίζα τοῦ δινωτός.