μαρμαρυγώδης: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (LSJ1 replacement) |
||
Line 8: | Line 8: | ||
|Transliteration C=marmarygodis | |Transliteration C=marmarygodis | ||
|Beta Code=marmarugw/dhs | |Beta Code=marmarugw/dhs | ||
|Definition= | |Definition=μαρμαρυγῶδες, '[[seeing sparks]]', ὄμματα Hp. ''Acut.''42; μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν Id.''Prorrh.''2.35. | ||
}} | }} | ||
{{ls | {{ls |
Latest revision as of 06:29, 26 August 2023
English (LSJ)
μαρμαρυγῶδες, 'seeing sparks', ὄμματα Hp. Acut.42; μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν Id.Prorrh.2.35.
Greek (Liddell-Scott)
μαρμᾰρῠγώδης: -ες, μαρμαίρων, ἀκτινοβολῶν, ὄμματα Ἱππ. π. Διαιτ. Ὀξ. 390· μαρμαρυγῶδές τι πρὸ τῶν ὀφθαλμῶν ὁ αὐτ. 111Α.
Greek Monolingual
μαρμαρυγώδης, -ῶδες (Α) μαρμαρυγή
αυτός που φωσφορίζει, που λάμπει, που ακτινοβολεί («μαρμαρυγώδεά σφεων τὰ ὄμματα», Ιπποκρ.).