ναοδόμος: Difference between revisions

From LSJ

οὐ γὰρ εἰς περιουσίαν ἐπράττετ' αὐτοῖς τὰ τῆς πόλεως → for selfish greed had no place in their statesmanship

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "λιθο" to "λιθο")
 
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ναοδόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη [[ναοδομία]] («[[ναοδόμος]] [[τέχνη]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>πρβλ.</b> [[λιθο]]-[[δόμος]], <i>οικο</i>-[[δόμος]].
|mltxt=[[ναοδόμος]], -ον (Α)<br />αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη [[ναοδομία]] («[[ναοδόμος]] [[τέχνη]]», <b>επιγρ.</b>).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ναός]] <span style="color: red;">+</span> [[δόμος]] (<span style="color: red;"><</span> [[δέμω]] «[[κτίζω]]»), <b>πρβλ.</b> λιθο-[[δόμος]], <i>οικο</i>-[[δόμος]].
}}
}}

Latest revision as of 10:22, 26 October 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: νᾱοδόμος Medium diacritics: ναοδόμος Low diacritics: ναοδόμος Capitals: ΝΑΟΔΟΜΟΣ
Transliteration A: naodómos Transliteration B: naodomos Transliteration C: naodomos Beta Code: naodo/mos

English (LSJ)

ναοδόμον, (δέμω) temple-building, τέχνη Epigr.Gr.409.4 (Arycanda).

Greek (Liddell-Scott)

νᾱοδόμος: -ον, (δέμω) ὁ οἰκοδομῶν, κτίζων ναούς, Γρηγόρ. Ναζιανζ.

Greek Monolingual

ναοδόμος, -ον (Α)
αυτός που κτίζει ναό ή που αναφέρεται στη ναοδομίαναοδόμος τέχνη», επιγρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < ναός + δόμος (< δέμω «κτίζω»), πρβλ. λιθο-δόμος, οικο-δόμος.