κυβοειδής: Difference between revisions

From LSJ

καὶ νῦν περὶ ἀρετῆς ὃ ἔστιν ἐγὼ μὲν οὐκ οἶδα, σὺ μέντοι ἴσως πρότερον μὲν ᾔδησθα πρὶν ἐμοῦ ἅψασθαι, νῦν μέντοι ὅμοιος εἶ οὐκ εἰδότι → so now I do not know what virtue is; perhaps you knew before you contacted me, but now you are certainly like one who does not know

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1523.png Seite 1523]] ές, [[würfelförmig]], [[kubisch]], Strab. XVI, 738 u. Sp.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 10:18, 4 November 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: κῠβοειδής Medium diacritics: κυβοειδής Low diacritics: κυβοειδής Capitals: ΚΥΒΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: kyboeidḗs Transliteration B: kyboeidēs Transliteration C: kyvoeidis Beta Code: kuboeidh/s

English (LSJ)

κυβοειδές, like a cube, cubical, Epicur.Nat.14.5, Str.16.1.5, Dsc.5.98, Gal.5.668, Heliod. ap. Orib.49.4.47; ὀστοῦν Gal.UP3.7, al.

German (Pape)

[Seite 1523] ές, würfelförmig, kubisch, Strab. XVI, 738 u. Sp.

Greek (Liddell-Scott)

κῠβοειδής: -ές, ὅμοιος κύβῳ, κυβικός, Στράβ. 738, Διοσκ. 5. 114.

Greek Monolingual

-ές (Α κυβοειδής, -ές)
1. αυτός που μοιάζει με κύβο, που έχει σχήμα κύβου
2. φρ. ανατ. «κυβοειδές οστό» — οστό του δεύτερου στοίχου τών οστών του ταρσού που έχει σχήμα κυβικό.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κύβος + -ειδής].