ταπεινωτικός: Difference between revisions

From LSJ

πατρὶς γάρ ἐστι πᾶσ' ἵν' ἂν πράττῃ τις εὖ → homeland is where life is good | homeland is where it is good | ubi bene, ibi patria

Source
(40)
m (Text replacement - "müthig" to "mütig")
 
Line 1: Line 1:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] erniedrigend, demüthigend, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1069.png Seite 1069]] erniedrigend, demütigend, Sp.
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό / [[ταπεινωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταπεινῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταπείνωση]], [[εξευτελιστικός]] («ταπεινωτικοί όροι ανακωχής»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταπεινωτικώς</i> και <i>ταπεινωτικά</i> Ν<br />εξευτελιστικά.
|mltxt=-ή, -ό / [[ταπεινωτικός]], -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταπεινῶ</i>, -<i>ώνω]]<br />αυτός που προκαλεί [[ταπείνωση]], [[εξευτελιστικός]] («ταπεινωτικοί όροι ανακωχής»). <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>ταπεινωτικώς</i> και <i>ταπεινωτικά</i> Ν<br />εξευτελιστικά.
}}
}}

Latest revision as of 05:40, 14 November 2023

German (Pape)

[Seite 1069] erniedrigend, demütigend, Sp.

Greek Monolingual

-ή, -ό / ταπεινωτικός, -ή, -όν, ΝΜΑ [[ταπεινῶ, -ώνω]]
αυτός που προκαλεί ταπείνωση, εξευτελιστικός («ταπεινωτικοί όροι ανακωχής»).
επίρρ...
ταπεινωτικώς και ταπεινωτικά Ν
εξευτελιστικά.