χοληγός: Difference between revisions

From LSJ

δυσφορέω περὶ τὰς ἀναστάσιας → feel ill on getting up

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 8: Line 8:
|Transliteration C=choligos
|Transliteration C=choligos
|Beta Code=xolhgo/s
|Beta Code=xolhgo/s
|Definition=χοληγόν, [[carrying off bile]], φάρμακον Hp.''Loc.Hom.''27,28 ([[χοληγαγικός]] and -ηγαγός codd.).
|Definition=χοληγόν, [[carrying off bile]], φάρμακον Hp.''Loc.Hom.''27,28 ([[χοληγαγικός]] and [[χοληγαγός]] codd.).
}}
}}
{{pape
{{pape

Latest revision as of 20:22, 23 December 2023

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: χοληγός Medium diacritics: χοληγός Low diacritics: χοληγός Capitals: ΧΟΛΗΓΟΣ
Transliteration A: cholēgós Transliteration B: cholēgos Transliteration C: choligos Beta Code: xolhgo/s

English (LSJ)

χοληγόν, carrying off bile, φάρμακον Hp.Loc.Hom.27,28 (χοληγαγικός and χοληγαγός codd.).

German (Pape)

[Seite 1363] Galle abführend, Conj. für das Vorige.

Greek (Liddell-Scott)

χοληγός: ός, ὁ ἐξάγων κάτωθεν χολήν, Ἱππ. 418. 6 καὶ 37, ἔνθα τὰ Ἀντίγραφα πλημμελ. φέρουσι χοληγαγικός καὶ -ηγαγός.

Greek Monolingual

-όν, Α
αυτός που εξάγει την χολή («ταύτην φάρμακον πίσαι χοληγόν», Ιπποκρ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < χόλος / χολή + -ηγός (< ἄγω), πρβλ. χορ-ηγός. Το -η- του τ. οφείλεται σε έκταση λόγω συνθέσεως].