αυτόχειρας: Difference between revisions

From LSJ

Ξενία χαλεπὴ κατὰ πολλοὺς τρόπους → Gravis res multimodis peregrinatio → Die Fremde (Gastfreundschaft) ist in vieler Hinsicht eine Last

Menander, Monostichoi, 395
(7)
 
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (AM [[αὐτόχειρ]], [-<i>ειρος</i>]) [[χειρ]]<br />αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>2.</b> [[εργάτης]], [[πρωτεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φονιάς]], [[δολοφόνος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φονικός]], που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.
|mltxt=ο (AM [[αὐτόχειρ]], [-<i>ειρος</i>]) [[χειρ]]<br />αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που εκτελεί [[κάτι]] με τα [[ίδια]] του τα χέρια<br /><b>2.</b> [[εργάτης]], [[πρωτεργάτης]]<br /><b>3.</b> [[φονιάς]], [[δολοφόνος]]<br /><b>4.</b> <b>ως επίθ.</b> [[φονικός]], που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο<br /><b>4.</b> <b>παθ.</b> αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα [[ίδια]] τα χέρια κάποιου.
}}
{{trml
|trtx====[[suicide]]===
Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر‎, مُنْتَحِرَة‎; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: [[zelfmoordenaar]], [[zelfmoordenaares]], [[zelfmoordenaarster]]; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: [[suicidé]], [[suicidée]], [[suicidant]], [[suicidante]]; German: [[Selbstmörder]], [[Selbstmörderin]], [[Suizidant]], [[Suizidantin]], [[Suizident]], [[Suizidentin]]; Greek: [[αυτόχειρ]], [[αυτόχειρας]]; Ancient Greek: [[αὐθέντης]], [[αὐτοσφαγής]], [[αὐτόχειρ]]; Hebrew: מתאבד‎, מתאבדת‎; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: [[suicida]]; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری‎‎; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: [[suicida]]; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: [[самоубийца]]; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: [[suicida]]; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش‎, خُودْکُش‎; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى‎; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig
}}
}}

Revision as of 16:26, 19 January 2024

Greek Monolingual

ο (AM αὐτόχειρ, [-ειρος]) χειρ
αυτός που αυτοκτονεί, που σκοτώνει τον εαυτό του με τα ίδια του τα χέρια
αρχ.
1. αυτός που εκτελεί κάτι με τα ίδια του τα χέρια
2. εργάτης, πρωτεργάτης
3. φονιάς, δολοφόνος
4. ως επίθ. φονικός, που έχει ως επακόλουθο τον θάνατο
4. παθ. αυτός που εκτελέστηκε, που έγινε με τα ίδια τα χέρια κάποιου.

Translations

suicide

Afrikaans: selfmoordenaar; Arabic: مُنْتَحِر‎, مُنْتَحِرَة‎; Armenian: ինքնասպան; Belarusian: самагубец, самагубца, самазабойца; Bengali: খোদকুশ; Bulgarian: самоубиец, самоубийца; Catalan: suïcida; Chinese Mandarin: 自殺者/自杀者; Czech: sebevrah, sebevražedkyně; Danish: selvmorder; Dutch: zelfmoordenaar, zelfmoordenaares, zelfmoordenaarster; Estonian: enesetapja; Finnish: itsemurhaaja; French: suicidé, suicidée, suicidant, suicidante; German: Selbstmörder, Selbstmörderin, Suizidant, Suizidantin, Suizident, Suizidentin; Greek: αυτόχειρ, αυτόχειρας; Ancient Greek: αὐθέντης, αὐτοσφαγής, αὐτόχειρ; Hebrew: מתאבד‎, מתאבדת‎; Hungarian: öngyilkos; Icelandic: sjálfsmorðingi, sjálfsbani; Indonesian: pembunuh diri; Irish: féinmharfóir; Italian: suicida; Japanese: 自殺者; Korean: 자살자(自殺者); Macedonian: самоубиец; Manx: hene-varrooder; Norwegian Bokmål: selvmord, selvmordsoffer, selvmorder; Old English: āgenslaga, selfbana, selfcwala; Persian Iranian Persian: اِنْتِحاری‎‎; Polish: denat, denatka, samobójca, samobójczyni; Portuguese: suicida; Romanian: sinucigaș, sinucigașă; Russian: самоубийца; Scottish Gaelic: fèin-mhurtair; Serbo-Croatian Cyrillic: самоу̀бојица, самоубица, самоубилац; Roman: samoùbojica, samoubíca, samoubilac; Slovak: samovrah, samovrahyňa; Slovene: samomorilec, samomorilka; Spanish: suicida; Swedish: självmördare; Turkish: müntehir; Ukrainian: самогубець, самогубця; Urdu: خُود کُش‎, خُودْکُش‎; Uyghur: ئۆلۈۋالغۇچى‎; Welsh: hunanladdwr, hunanladdwraig