σκορπιομάχος: Difference between revisions
From LSJ
m (LSJ1 replacement) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)Full diacritics=(\w+)μάχος" to "Full diacritics=$1μᾰ́χος") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{LSJ1 | {{LSJ1 | ||
|Full diacritics= | |Full diacritics=σκορπιομᾰ́χος | ||
|Medium diacritics=σκορπιομάχος | |Medium diacritics=σκορπιομάχος | ||
|Low diacritics=σκορπιομάχος | |Low diacritics=σκορπιομάχος |
Latest revision as of 16:14, 4 February 2024
English (LSJ)
[ᾰ], ον, fighting with scorpions, (ἀκρίς) Arist.Mir. 844b24.
Russian (Dvoretsky)
σκορπιομάχος: (ᾰ) ведущий борьбу со скорпионами (ἀκρίς Arst.).
Greek (Liddell-Scott)
σκορπιομάχος: [ᾰ], -ον, ὁ πρὸς σκορπίους μαχόμενος, ἀκρὶς Ἀριστ. π. Θαυμασ. 139.
Greek Monolingual
-ον, Α
αυτός που μάχεται χρησιμοποιώντας σκορπιούς («σκορπιομάχος ἀκρίς», Αριστοτ.).
[ΕΤΥΜΟΛ. < σκορπίος «πολεμική μηχανή» + -μάχος (< μάχομαι)].