γήθεν: Difference between revisions

From LSJ

ἐὰν δ' ἔχωμεν χρήμαθ', ἕξομεν φίλους → if we have money, then we will have friends | if we have money, we shall have friends

Source
m (Text replacement - "κλῑμαξ" to "κλῖμαξ")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[γῆθεν]] <b>επίρρ.</b> (AM) [[γη]]<br />από τη γη («Χαῑρε [[κλῖμαξ]], [[γῆθεν]] πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — [[κλίμακα]] που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη [[προς]] τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέσα]] από τη γη, από τον τάφο, από τον [[κάτω]] κόσμο.
|mltxt=[[γῆθεν]] <b>επίρρ.</b> (AM) [[γη]]<br />από τη γη («Χαῖρε [[κλῖμαξ]], [[γῆθεν]] πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — [[κλίμακα]] που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη [[προς]] τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)<br /><b>αρχ.</b><br />[[μέσα]] από τη γη, από τον τάφο, από τον [[κάτω]] κόσμο.
}}
}}

Latest revision as of 14:27, 6 February 2024

Greek Monolingual

γῆθεν επίρρ. (AM) γη
από τη γη («Χαῖρε κλῖμαξ, γῆθεν πάντας ἀνυψώσασα χάριτι» — κλίμακα που ανύψωσες όλους τους ανθρώπους από τη γη προς τον ουρανό, Ακάθ. Ύμνος)
αρχ.
μέσα από τη γη, από τον τάφο, από τον κάτω κόσμο.