ανόρθωση: Difference between revisions
From LSJ
Νοεῖν γάρ ἐστι κρεῖττον καὶ σιγὴν ἔχειν → Bene iudicare maius est silentio → Klar denken ist ja besser und verschwiegen sein
(4) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=η (AM [[ἀνόρθωσις]])<br /><b>1.</b> [[ανοικοδόμηση]], [[αναστήλωση]] («[[ἀνόρθωσις]] τών τειχῶν»)<br /><b>2.</b> [[επανόρθωση]], [[βελτίωση]], [[αποκατάσταση]] («[[ανόρθωση]] της οικονομίας», | |mltxt=η (AM [[ἀνόρθωσις]])<br /><b>1.</b> [[ανοικοδόμηση]], [[αναστήλωση]] («[[ἀνόρθωσις]] τών τειχῶν»)<br /><b>2.</b> [[επανόρθωση]], [[βελτίωση]], [[αποκατάσταση]] («[[ανόρθωση]] της οικονομίας», «Χαῖρε [[ἀνόρθωσις]] τών ανθρώπων»)<br /><b>νεοελλ.</b><br />η [[μετατροπή]] του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:28, 6 February 2024
Greek Monolingual
η (AM ἀνόρθωσις)
1. ανοικοδόμηση, αναστήλωση («ἀνόρθωσις τών τειχῶν»)
2. επανόρθωση, βελτίωση, αποκατάσταση («ανόρθωση της οικονομίας», «Χαῖρε ἀνόρθωσις τών ανθρώπων»)
νεοελλ.
η μετατροπή του εναλλασσόμενου ρεύματος σε συνεχές.