αναστήλωση
From LSJ
τὸ πλῆθος οὐκ εὐαρίθμητον ἦν → the crowd wasn't easy to count, the crowd was not small, it was not a small crowd
Greek Monolingual
η (ΜΑ ἀναστήλωσις) [[ἀναστηλῶ, -όω]]
νεοελλ.
(σχετικά με αρχιτ. ή άλλο μνημείο) αποκατάσταση, επαναφορά στην αρχική μορφή
2. μτφ. α) σωματική και ψυχική τόνωση, ενδυνάμωση, εμψύχωση
β) έγερση, ξεσήκωμα
νεοελλ.-μσν.
φρ. «αναστήλωση (-ις) τών ιερών εικόνων»
εκκλ. η αποκατάσταση της λατρείας τών εικόνων στους ναούς, από όπου τίς είχαν βγάλει οι εικονομάχοι
αρχ.
ανέγερση μνημείου.