ιχθυώ: Difference between revisions

From LSJ

μηδὲν κοτυλίζειν, ἀλλὰ καταπάττειν χύδην → not to sell by the cupful, but to dole out indiscriminately | not to sell by retail but wholesale

Source
(18)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ἰχθυῶ, -άω (Α) [[ιχθύς]]<br /><b>1.</b> (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) [[αλιεύω]], [[ψαρεύω]]<br /><b>2.</b> [[παίζω]] σαν [[ψάρι]] («δελφῑνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰχθυῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος [[ἄρτος]]»).
|mltxt=ἰχθυῶ, -άω (Α) [[ιχθύς]]<br /><b>1.</b> (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) [[αλιεύω]], [[ψαρεύω]]<br /><b>2.</b> [[παίζω]] σαν [[ψάρι]] («δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», <b>Ησίοδ.</b>)<br /><b>3.</b> <b>παθ.</b> <i>ἰχθυῶμαι</i>, -<i>άομαι</i><br />παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος [[ἄρτος]]»).
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἰχθυῶ, -άω (Α) ιχθύς
1. (επικ. τ. μόνο στον ενεστ. και παρατ.) αλιεύω, ψαρεύω
2. παίζω σαν ψάρι («δελφῖνες... ἐθύνεον ἰχθυάοντες», Ησίοδ.)
3. παθ. ἰχθυῶμαι, -άομαι
παρασκευάζομαι με ψάρια («ἰχθυώμενος ἄρτος»).