άλυρος: Difference between revisions

From LSJ

ὑμῖν ἔξεστι εὐδαίμοσι γενέσθαι → to you it is permitted to be joyful, it is permitted to be happy, it is permitted to be fortunate, vobis licet esse beatis

Source
(3)
 
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=[[ἄλυρος]], -ον (Α) [[λύρα]]<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[υπόκρουση]] λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από [[λύρα]]<br /><b>2.</b> (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από [[λύρα]], ο [[αταίριαστος]] για [[λύρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ἄιδος μοῑρ’ [[ἄλυρος]]», για τον θάνατο<br />«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από [[λύρα]] [[αλλά]] από αυλό).
|mltxt=[[ἄλυρος]], -ον (Α) [[λύρα]]<br /><b>1.</b> ο [[δίχως]] [[υπόκρουση]] λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από [[λύρα]]<br /><b>2.</b> (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από [[λύρα]], ο [[αταίριαστος]] για [[λύρα]]<br /><b>3.</b> <b>φρ.</b> «Ἄιδος μοῖρ’ [[ἄλυρος]]», για τον θάνατο<br />«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από [[λύρα]] [[αλλά]] από αυλό).
}}
}}

Latest revision as of 14:40, 6 February 2024

Greek Monolingual

ἄλυρος, -ον (Α) λύρα
1. ο δίχως υπόκρουση λύρας, αυτός που δεν συνοδεύεται από λύρα
2. (για ποιήματα) αυτός που δεν αξίζει να συνοδευτεί από λύρα, ο αταίριαστος για λύρα
3. φρ. «Ἄιδος μοῖρ’ ἄλυρος», για τον θάνατο
«ὕμνοι ἄλυροι» άγριοι θρήνοι (που συνοδεύονται όχι από λύρα αλλά από αυλό).