λαίφος: Difference between revisions
From LSJ
Διὰ τὰς γυναῖκας πάντα τὰ κακὰ γίγνεται → Mala non videbis fieri nisi per mulieres → Das Leid erwächst uns durch die Frauen allesamt
(22) |
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το (Α λαῑφος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παλιό, κουρελιασμένο [[ρούχο]] («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιστίο]], [[πανί]], ύφασμα («[[οὔτε]] πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων [[οὔτε]] λαίφεσσιν [[νεώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] ζώου ( | |mltxt=το (Α λαῑφος)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>ναυτ.</b> [[είδος]] μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές [[σχήμα]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> παλιό, κουρελιασμένο [[ρούχο]] («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», <b>Ομ. Οδ.</b>)<br /><b>2.</b> [[ιστίο]], [[πανί]], ύφασμα («[[οὔτε]] πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων [[οὔτε]] λαίφεσσιν [[νεώς]]», <b>Σοφ.</b>)<br /><b>3.</b> [[δέρμα]] ζώου («λαῖφος λυγκός», <b>Ομ.</b> Υμν.).<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται [[μάλλον]] για λ. της αρχαίας καθημερινής γλώσσας]. | ||
}} | }} |
Latest revision as of 14:40, 6 February 2024
Greek Monolingual
το (Α λαῑφος)
νεοελλ.
ναυτ. είδος μικρού πανιού τών ιστιοφόρων με τριγωνικό ή τραπεζοειδές σχήμα
αρχ.
1. παλιό, κουρελιασμένο ρούχο («ἀμφι δὲ λαῑφος ἕσσω, ὅ κε στυγέῃσιν ἰδὼν ἄνθρωπον ἔχοντα», Ομ. Οδ.)
2. ιστίο, πανί, ύφασμα («οὔτε πομπίμοις κώπαις ἐρέσσων οὔτε λαίφεσσιν νεώς», Σοφ.)
3. δέρμα ζώου («λαῖφος λυγκός», Ομ. Υμν.).
[ΕΤΥΜΟΛ. Αβέβαιης ετυμολ. Πρόκειται μάλλον για λ. της αρχαίας καθημερινής γλώσσας].