λατρευτός: Difference between revisions

From LSJ

Λόγος εὐχάριστος χάριτός ἐστ' ἀνταπόδοσις → Es sermo gratus pro relata gratia → Ein gutes Wort ist Dank für eine gute Tat

Menander, Monostichoi, 330
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
Line 14: Line 14:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λατρευτός]], -ή, -όν) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον αγαπούν [[πάρα]] πολύ, [[πολυαγαπημένος]], λατρεμένος («λατρευτή μου [[μητέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην [[υπηρεσία]], [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («πᾱν [[ἔργον]] λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῑς», ΠΔ). Επιρρ. <i>λατρευτῶς</i> (Μ)<br />λατρευτικά.
|mltxt=-ή, -ό (AM [[λατρευτός]], -ή, -όν) [[λατρεύω]]<br /><b>1.</b> αυτός που τον αγαπούν [[πάρα]] πολύ, [[πολυαγαπημένος]], λατρεμένος («λατρευτή μου [[μητέρα]]»)<br /><b>2.</b> [[άξιος]] λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)<br /><b>αρχ.</b><br />αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην [[υπηρεσία]], [[υπηρετικός]], [[δουλικός]] («πᾱν [[ἔργον]] λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῖς», ΠΔ). Επιρρ. <i>λατρευτῶς</i> (Μ)<br />λατρευτικά.
}}
}}

Revision as of 14:41, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λατρευτός Medium diacritics: λατρευτός Low diacritics: λατρευτός Capitals: ΛΑΤΡΕΥΤΟΣ
Transliteration A: latreutós Transliteration B: latreutos Transliteration C: latreftos Beta Code: latreuto/s

English (LSJ)

λατρευτή, λατρευτόν, = λατρευτικός (servile), ἔργον LXX Ex. 12.16.

Greek (Liddell-Scott)

λατρευτός: -ή, -όν, δουλικός, ἔργον Ἑβδ. (Ἔξ. ΙΒ΄, 16). ΙΙ. ὃν πρέπει νὰ λατρεύῃ τις, Ἐκκλ.

Greek Monolingual

-ή, -ό (AM λατρευτός, -ή, -όν) λατρεύω
1. αυτός που τον αγαπούν πάρα πολύ, πολυαγαπημένος, λατρεμένος («λατρευτή μου μητέρα»)
2. άξιος λατρείας, αξιολάτρευτος («ω χεράκια λατρευτά», Παλαμ.)
αρχ.
αυτός που υπηρετεί ή αναφέρεται στην υπηρεσία, υπηρετικός, δουλικός («πᾱν ἔργον λατρευτὸν οὐ ποιήσετε ἐν αὐταῖς», ΠΔ). Επιρρ. λατρευτῶς (Μ)
λατρευτικά.