μορίες: Difference between revisions

From LSJ

ἐπέμψατε ἀγγέλους τοῖς ἀλλήλοις ὥστε ἔγνωτε τὸν κίνδυνον → you sent messengers to one another so that you knew the danger

Source
m (LSJ2 replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=[[μορίες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μερῑται, κοινωνοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. παράγεται από [[μόρος]].
|mltxt=[[μορίες]] (Α)<br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> «μερῖται, κοινωνοί».<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η λ. πιθ. παράγεται από [[μόρος]].
}}
}}

Latest revision as of 14:45, 6 February 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μορίες Medium diacritics: μορίες Low diacritics: μορίες Capitals: ΜΟΡΙΕΣ
Transliteration A: moríes Transliteration B: mories Transliteration C: mories Beta Code: mori/es

English (LSJ)

μερῖται, κοινωνοί, Hsch.

Greek Monolingual

μορίες (Α)
(κατά τον Ησύχ.) «μερῖται, κοινωνοί».
[ΕΤΥΜΟΛ. Η λ. πιθ. παράγεται από μόρος.