σκιρρώδης: Difference between revisions

From LSJ

ὃν οὐ τύπτει λόγος οὐδὲ ῥάβδος → if words don't get through, neither a beating will | if the carrot doesn't work, the stick will not work either | whom words do not strike, neither does the rod

Source
m (pape replacement)
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)(mltxt.*?)ῑ(.*?\n\}\})" to "$1ῖ$2")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῑρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
|mltxt=-ες / [[σκιρώδης]], -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος</i> / <i>σκίρ</i>(<i>ρ</i>)<i>ος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br />(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή [[σύσταση]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> αυτός που [[είναι]] από τη [[φύση]] του [[σκληρός]], [[ξηρός]]<br /><b>2.</b> (για τη νόσο της επιληψίας) [[επίμονος]].
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal.
|ptext=ες, <i>von [[harter]] Art, [[verhärtet]]</i>, Gal.
}}
}}

Latest revision as of 14:48, 6 February 2024

Greek Monolingual

-ες / σκιρώδης, -ῶδες, ΝΑ [[σκῖρος / σκίρ(ρ)ος]]
νεοελλ.
(για ιστό) αυτός που έχει σκληρή σύσταση
αρχ.
1. αυτός που είναι από τη φύση του σκληρός, ξηρός
2. (για τη νόσο της επιληψίας) επίμονος.

German (Pape)

ες, von harter Art, verhärtet, Gal.