διαβατήριο: Difference between revisions

From LSJ

Καιροσκόπει (Καιρῷ σκόπει) τὰ πράγματ', ἄνπερ νοῦν ἔχῃς → Sanus es? Negotiorum observes tempora → Zur rechten Zeit tu alles, hast du nur Vernunft

Menander, Monostichoi, 307
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=το (AM διαβατήριος, -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστοποιητικό]] αποδημίας σε [[μορφή]] βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[διαβατήριο]] για τον [[άλλο]] κόσμο» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[διάβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος [[πριν]] από τη [[διάβαση]] ποταμού ή τών ορίων της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία λ. [[διαβατήριο]] χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>passeport</i>)].
|mltxt=το (AM [[διαβατήριος]], -α, -ον)<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>το ουδ. ως ουσ.</b><br /><b>1.</b> [[πιστοποιητικό]] αποδημίας σε [[μορφή]] βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό<br /><b>2.</b> <b>φρ.</b> «πήρε [[διαβατήριο]] για τον [[άλλο]] κόσμο» — [[είναι]] [[ετοιμοθάνατος]]<br /><b>αρχ.-μσν.</b><br />αυτός που έχει [[σχέση]] με τη [[διάβαση]]<br /><b>αρχ.</b><br />(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος [[πριν]] από τη [[διάβαση]] ποταμού ή τών ορίων της χώρας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Η αρχαία λ. [[διαβατήριο]] χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την [[απόδοση]] ξεν. όρου ([[πρβλ]]. γαλλ. <i>passeport</i>)].
}}
}}

Latest revision as of 00:05, 14 February 2024

Greek Monolingual

το (AM διαβατήριος, -α, -ον)
νεοελλ.
το ουδ. ως ουσ.
1. πιστοποιητικό αποδημίας σε μορφή βιβλιαρίου, με το οποίο επιτρέπεται σε κάποιον να ταξιδέψει στο εξωτερικό
2. φρ. «πήρε διαβατήριο για τον άλλο κόσμο» — είναι ετοιμοθάνατος
αρχ.-μσν.
αυτός που έχει σχέση με τη διάβαση
αρχ.
(το ουδ. πληθ. ως κύριο όν.) θυσίες εκ μέρους του αρχηγού εκστρατευτικού σώματος πριν από τη διάβαση ποταμού ή τών ορίων της χώρας.
[ΕΤΥΜΟΛ. Η αρχαία λ. διαβατήριο χρησιμοποιήθηκε στη Νεοελληνική για την απόδοση ξεν. όρου (πρβλ. γαλλ. passeport)].