Ask at the forum if you have an Ancient or Modern Greek query!

φθισίκηρος: Difference between revisions

From LSJ

Ἀλλ’ ἐσθ’ ὁ θάνατος λοῖσθος ἰατρός κακῶν → But death is the ultimate healer of ills

Sophocles, Fragment 698
mNo edit summary
mNo edit summary
 
Line 3: Line 3:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] της Σελήνης) αυτός που φθείρει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>κῆρ</i> «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἐπίκηρος]]. Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου φθεισίκηρος, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>- κ.λπ.].
|mltxt=-ον, Α<br />(<b>ποιητ. τ.</b>) (ως [[προσωνυμία]] της Σελήνης) αυτός που φθείρει την [[καρδιά]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Σύνθ. του τύπου [[τερψίμβροτος]] <span style="color: red;"><</span> [[φθίνω]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κηρος</i> (<span style="color: red;"><</span> <i>[[κῆρ]]</i> «[[καρδιά]]»), <b>πρβλ.</b> [[ἐπίκηρος]]. Ο τ. [[αντί]] του αναμενόμενου φθεισίκηρος, σχηματισμένου από την απαθή [[βαθμίδα]] της ρίζας του ρ. [[φθίνω]] (<b>βλ. λ.</b> [[φθίνω]]), όπως τα σύνθ. με <i>δεξι</i>-, <i>κλεψι</i>-, <i>τερψι</i>- κ.λπ.].
}}
}}

Latest revision as of 23:10, 15 February 2024

Greek (Liddell-Scott)

φθισίκηρος: ἐπίθ. Σελήνης. Ὕμνος ἐκδ. ὑπὸ Mil. ἐν Mél. de lit. gr. σ. 454, ἔνθα ἑρμηνεύεται qui détruit la mort, Συναγωγὴ Λέξ. Ἀθησ. Κουμανούδη.

Greek Monolingual

-ον, Α
(ποιητ. τ.) (ως προσωνυμία της Σελήνης) αυτός που φθείρει την καρδιά.
[ΕΤΥΜΟΛ. Σύνθ. του τύπου τερψίμβροτος < φθίνω + -κηρος (< κῆρ «καρδιά»), πρβλ. ἐπίκηρος. Ο τ. αντί του αναμενόμενου φθεισίκηρος, σχηματισμένου από την απαθή βαθμίδα της ρίζας του ρ. φθίνω (βλ. λ. φθίνω), όπως τα σύνθ. με δεξι-, κλεψι-, τερψι- κ.λπ.].