λύκοψις: Difference between revisions

From LSJ

Λιμῷ γὰρ οὐδέν ἐστιν ἀντειπεῖν ἔπος → Famem adeo responsare nil contra datur → Erfolgreich widerspricht dem Hunger nicht ein Wort

Menander, Monostichoi, 321
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 17: Line 17:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -[[ίδος]], ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
|mltxt=<b>(I)</b><br />[[λύκοψις]] και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)<br /><b>βλ.</b> [[λύκαψος]].<br /> <b>(II)</b><br />η<br /><b>βοτ.</b> [[γένος]] αγγειόσπερμων δικότυλων [[φυτών]] που ανήκει στην [[οικογένεια]] βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο [[γένος]] άγχουσα.
}}
}}

Latest revision as of 14:14, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: λύκοψις Medium diacritics: λύκοψις Low diacritics: λύκοψις Capitals: ΛΥΚΟΨΙΣ
Transliteration A: lýkopsis Transliteration B: lykopsis Transliteration C: lykopsis Beta Code: lu/koyis

English (LSJ)

and λύκοψος, vv.ll. for λυκαψός in Dsc.4.26.

French (Bailly abrégé)

εως (ἡ) :
1 lycopsis (c. λύκαψος);
2 pê autre nom de la plante ἄγχουσα.
Étymologie: λύκος, ὄψομαι.

Greek (Liddell-Scott)

λύκοψις: ἡ, καὶ λύκοψος, ἡ, = λύκαψος, ὃ ἴδε.

Greek Monolingual

(I)
λύκοψις και λυκοψίς, -ίδος, ἡ (Α)
βλ. λύκαψος.
(II)
η
βοτ. γένος αγγειόσπερμων δικότυλων φυτών που ανήκει στην οικογένεια βοραγινίδες και το οποίο, σύμφωνα με ορισμένους βοτανολόγους, έχει συγχωνευθεί στο γένος άγχουσα.