πυραμιδοειδής: Difference between revisions

From LSJ

σωφροσύνη τὸ περὶ τὰς γυναῖκας → temperance in relation to women

Source
m (LSJ1 replacement)
m (Text replacement - "-ίδος" to "-ίδος")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{grml
{{grml
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] πυραμίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυραμιδοειδώς</i> Ν<br />σαν [[πυραμίδα]], με [[σχήμα]] πυραμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυραμίς]], -[[ίδος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
|mltxt=-ές, ΝΑ<br />αυτός που έχει το [[σχήμα]] πυραμίδας. <br /><b>επίρρ.</b><i>..</i><br /><i>πυραμιδοειδώς</i> Ν<br />σαν [[πυραμίδα]], με [[σχήμα]] πυραμίδας.<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[πυραμίς]], -ίδος <span style="color: red;">+</span> -<i>ειδής</i>].
}}
}}

Latest revision as of 14:16, 1 March 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: πῡρᾰμῐδοειδής Medium diacritics: πυραμιδοειδής Low diacritics: πυραμιδοειδής Capitals: ΠΥΡΑΜΙΔΟΕΙΔΗΣ
Transliteration A: pyramidoeidḗs Transliteration B: pyramidoeidēs Transliteration C: pyramidoeidis Beta Code: puramidoeidh/s

English (LSJ)

πυραμιδοειδές, = πυραμιδικός (pyramidal), Epicur. Nat. 14.5.

Greek Monolingual

-ές, ΝΑ
αυτός που έχει το σχήμα πυραμίδας.
επίρρ...
πυραμιδοειδώς Ν
σαν πυραμίδα, με σχήμα πυραμίδας.
[ΕΤΥΜΟΛ. < πυραμίς, -ίδος + -ειδής].