κουρέας: Difference between revisions

From LSJ

Ἰὸς πέφυκεν ἀσπίδος κακὴ γυνή → Ipsum venenum aspidis mulier mala → Das reinste Natterngift ist eine schlechte Frau

Menander, Monostichoi, 261
(21)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο (ΑM [[κουρεύς]], -έως) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια<br /><b>2.</b> αυτός που κουρεύει το [[τρίχωμα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πτηνό]] που η [[φωνή]] του μοιάζει με τον ήχο του μαχαιριού του γναφέα.
|mltxt=ο (ΑM [[κουρεύς]], κουρέως) [[κουρά]]<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ως [[επάγγελμα]] να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια<br /><b>2.</b> αυτός που κουρεύει το [[τρίχωμα]] τών ζώων<br /><b>αρχ.</b><br /><i>([[κατά]] τον <b>Ησύχ.</b>)</i> [[πτηνό]] που η [[φωνή]] του μοιάζει με τον ήχο του μαχαιριού του γναφέα.
}}
}}

Latest revision as of 16:37, 5 March 2024

Greek Monolingual

ο (ΑM κουρεύς, κουρέως) κουρά
1. αυτός που έχει ως επάγγελμα να κουρεύει τα μαλλιά και να ξυρίζει τα γένεια
2. αυτός που κουρεύει το τρίχωμα τών ζώων
αρχ.
(κατά τον Ησύχ.) πτηνό που η φωνή του μοιάζει με τον ήχο του μαχαιριού του γναφέα.