ξυλοπόδαρος: Difference between revisions

From LSJ

Τὸν εὖ ποιοῦνθ' (εὐποροῦνθ') ἕκαστος ἡδέως ὁρᾷ → Den, der ihm wohltut, freut ein jeder sich zu sehn

Menander, Monostichoi, 501
(27)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξύλινα πόδια<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[άνθρωπος]] με λεπτά και [[μακριά]] πόδια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξυλοπόδαρο</i><br />α) ξύλινο [[πόδι]] που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο<br />β) το [[καλόβαθρο]]<br />γ) το [[καλαπόδι]].
|mltxt=-η, -ο<br /><b>1.</b> αυτός που έχει ξύλινα πόδια<br /><b>2.</b> (σκωπτικά) [[άνθρωπος]] με λεπτά και [[μακριά]] πόδια<br /><b>3.</b> <b>το ουδ. ως ουσ.</b> <i>το ξυλοπόδαρο</i><br />α) ξύλινο [[πόδι]] που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο<br />β) το [[καλόβαθρο]]<br />γ) το [[καλαπόδι]].
}}
{{trml
|trtx====[[stiltwalker]]===
Dutch: [[steltloper]], [[steltenloper]]; English: [[stilt walker]], [[stiltwalker]], [[stilt-walker]]; Finnish: puujaloilla kävelijä; French: [[échassier]]; German: [[Stelzengänger]], [[Stelzengängerin]]; Greek: [[ξυλοπόδαρος]]; Ancient Greek: [[καδαλίων]], [[κωλοβαθριστής]]; Italian: [[trampoliere]]; Latin: [[grallator]]; Polish: szczudlarz, szczudlarka; Russian: [[ходулист]], [[ходулистка]]; Swedish: styltgångare; Yoruba: alágèéré
}}
}}

Latest revision as of 11:15, 23 March 2024

Greek Monolingual

-η, -ο
1. αυτός που έχει ξύλινα πόδια
2. (σκωπτικά) άνθρωπος με λεπτά και μακριά πόδια
3. το ουδ. ως ουσ. το ξυλοπόδαρο
α) ξύλινο πόδι που αντικαθιστά το ακρωτηριασμένο
β) το καλόβαθρο
γ) το καλαπόδι.

Translations

stiltwalker

Dutch: steltloper, steltenloper; English: stilt walker, stiltwalker, stilt-walker; Finnish: puujaloilla kävelijä; French: échassier; German: Stelzengänger, Stelzengängerin; Greek: ξυλοπόδαρος; Ancient Greek: καδαλίων, κωλοβαθριστής; Italian: trampoliere; Latin: grallator; Polish: szczudlarz, szczudlarka; Russian: ходулист, ходулистка; Swedish: styltgångare; Yoruba: alágèéré