διαπίμπλαμαι: Difference between revisions

From LSJ

στάζει γὰρ αὖ μοι φοίνιον τόδ᾽ἐκ βυθοῦ κηκῖον αἷμαblood oozing from the deep wound, bloody gore drops oozing from the depths of my wound

Source
m (Text replacement - "mdlsjtxt=<br />" to "mdlsjtxt=")
Tags: Mobile edit Mobile web edit
mNo edit summary
Line 1: Line 1:
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to [[be quite full of]], τινός Thuc.
}}
{{ls
{{ls
|lstext='''διαπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
|lstext='''διαπίμπλαμαι''': πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.
Line 4: Line 7:
{{lsm
{{lsm
|lsmtext='''διαπίμπλᾰμαι:''' Παθ., είμαι αρκετά [[γεμάτος]], [[ξεχειλίζω]] από, <i>τινός</i>σε Θουκ.
|lsmtext='''διαπίμπλᾰμαι:''' Παθ., είμαι αρκετά [[γεμάτος]], [[ξεχειλίζω]] από, <i>τινός</i>σε Θουκ.
}}
{{mdlsj
|mdlsjtxt=Pass. to be [[quite]] [[full]] of, τινός Thuc.
}}
}}

Revision as of 16:14, 31 March 2024

Middle Liddell

Pass. to be quite full of, τινός Thuc.

Greek (Liddell-Scott)

διαπίμπλαμαι: πληροῦμαι ἐντελῶς, τινὸς Θουκ. 7. 85· κορέννυμαι, τινὸς Ἀνδοκ. 16. 29.

Greek Monotonic

διαπίμπλᾰμαι: Παθ., είμαι αρκετά γεμάτος, ξεχειλίζω από, τινόςσε Θουκ.