ῥυμοτομέω: Difference between revisions

From LSJ

οὗτος μὲν ὁ πιθανώτερος τῶν λόγων εἴρηται, δεῖ δὲ καὶ τὸν ἧσσον πιθανόν, ἐπεί γε δὴ λέγεται, ῥηθῆναι → this is the most credible of the stories told; but I must relate the less credible tale also, since they tell it

Source
m (Text replacement - "D.S." to "D.S.")
m (Text replacement - "theilen" to "teilen")
 
Line 11: Line 11:
}}
}}
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, eintheilen, D. Sic. 17, 52.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0851.png Seite 851]] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, einteilen, D. Sic. 17, 52.
}}
}}
{{ls
{{ls

Latest revision as of 07:35, 10 April 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ῥῡμοτομέω Medium diacritics: ῥυμοτομέω Low diacritics: ρυμοτομέω Capitals: ΡΥΜΟΤΟΜΕΩ
Transliteration A: rhymotoméō Transliteration B: rhymotomeō Transliteration C: rymotomeo Beta Code: r(umotome/w

English (LSJ)

πόλιν, (ῥύμη ΙΙ) divide a town by streets, D.S.17.52, J.BJ 3.5.2:—Pass., πόλις κακῶς, καινῶς, ἐρρυμοτομημένη Dicaearch. 1.1,12; τετράπυλος ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Str.12.4.7, cf. Cleom.2.1.

German (Pape)

[Seite 851] πόλιν, die Stadt in Straßen, Viertel zerschneiden, einteilen, D. Sic. 17, 52.

Greek (Liddell-Scott)

ῥῡμοτομέω: πόλιν, διαιρῶ πόλιν εἰς ὁδοὺς ἢ συνοικίας, διαμετρήσας τὸν τόπον καὶ ῥυμοτομήσας φιλοτέχνως Διόδ. 17. 52· ῥυμοτομήσας δὲ εὐδιαθέτως εἴσω τὸ στρατόπεδον Ἰωσήπ. Ἰουδ. Πόλ. 3. 5, 2· - Παθ., ἐρρυμοτομημένος πρὸς ὀρθὰς γωνίας Στράβ. 565. - Καθ’ Ἡσύχ.: «ῥυμοτομεῖται· εἰς ὀρθὸν κόπτεται.».

Russian (Dvoretsky)

ῥῡμοτομέω: ῥύμη 5] разделять (город) на кварталы или улицы, планировать Diod.