ατάρακτος: Difference between revisions

From LSJ

κάμινον ἔχων ἐν τῷ πνεύμονι → of a drunkard, drunkard, having a furnace in his lung

Source
(6)
 
mNo edit summary
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=και [[ατάραχος]] και ατάραγος, -η, -ο (AM [[ἀτάρακτος]] και [[ἀτάραχος]], -ον)<br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγκινείται, ο [[απαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμετασάλευτος]], [[αμετάβλητος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει [[ταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ατάρακτος]] και <i>ατάραγος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταράσσω]], ενώ ο τ. [[ατάραχος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ταραχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταραχή]] <span style="color: red;"><</span> [[ταράσσω]].
|mltxt=[[ατάρακτος]] και [[ατάραχος]] και [[ατάραγος]], -η, -ο (AM [[ἀτάρακτος]] και [[ἀτάραχος]], -ον)<br />[[ήρεμος]], [[γαλήνιος]]<br /><b>νεοελλ.</b><br /><b>1.</b> (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει<br /><b>2.</b> αυτός που δεν συγκινείται, ο [[απαθής]]<br /><b>αρχ.</b><br /><b>1.</b> [[αμετασάλευτος]], [[αμετάβλητος]], [[σταθερός]]<br /><b>2.</b> αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει [[ταραχή]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> Οι τ. [[ατάρακτος]] και <i>ατάραγος</i> <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> [[ταράσσω]], ενώ ο τ. [[ατάραχος]] <span style="color: red;"><</span> <i>α</i>- <b>στερ.</b> <span style="color: red;">+</span> -<i>ταραχος</i> <span style="color: red;"><</span> [[ταραχή]] <span style="color: red;"><</span> [[ταράσσω]].
}}
}}

Latest revision as of 07:16, 14 June 2024

Greek Monolingual

ατάρακτος και ατάραχος και ατάραγος, -η, -ο (AM ἀτάρακτος και ἀτάραχος, -ον)
ήρεμος, γαλήνιος
νεοελλ.
1. (για υγρά) αυτός που δεν τον έχουν ανακατέψει
2. αυτός που δεν συγκινείται, ο απαθής
αρχ.
1. αμετασάλευτος, αμετάβλητος, σταθερός
2. αυτός που δεν προκαλεί ή δεν φέρνει ταραχή.
[ΕΤΥΜΟΛ. Οι τ. ατάρακτος και ατάραγος < α- στερ. + ταράσσω, ενώ ο τ. ατάραχος < α- στερ. + -ταραχος < ταραχή < ταράσσω.