αμετασάλευτος
From LSJ
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
Greek Monolingual
-η, -ο (AM ἀμετασάλευτος, -ον) μετασαλεύω
αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός.
εἰρήνη ἡ ὑπερέχουσα πάντα νοῦν → peace that surpasses all understanding
-η, -ο (AM ἀμετασάλευτος, -ον) μετασαλεύω
αυτός που δεν μετακινήθηκε ή δεν είναι δυνατό να μετακινηθεί, ασάλευτος, ακίνητος, σταθερός.