ιδροκόπος: Difference between revisions

From LSJ

ἅλμην πιόντες ἐξαπῆλθον τοῦ βίου → they drank seawater and departed from life

Source
m (Text replacement - "<b>πρβλ.</b>" to "πρβλ.")
m (Text replacement - "(*UTF)(*UCP)\[\[πρβλ\]\]\. (\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\]), (<i>)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(<\/i>-\[\[)((?:(?=\p{Greek})\p{L})+)(\]\])" to "πρβλ. $2$4, $7$9")
 
Line 1: Line 1:
{{grml
{{grml
|mltxt=ο<br />αυτός που εργάζεται καλά, ο [[δουλευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]), [[πρβλ]]. [[δημο]]-[[κόπος]], <i>ξυλο</i>-[[κόπος]].
|mltxt=ο<br />αυτός που εργάζεται καλά, ο [[δουλευτής]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[ίδρος]] <span style="color: red;">+</span> -<i>κοπος</i> (<span style="color: red;"><</span> [[κόπος]]), [[πρβλ]]. [[δημοκόπος]], [[ξυλοκόπος]].
}}
}}

Latest revision as of 07:48, 9 September 2024

Greek Monolingual

ο
αυτός που εργάζεται καλά, ο δουλευτής.
[ΕΤΥΜΟΛ. < ίδρος + -κοπος (< κόπος), πρβλ. δημοκόπος, ξυλοκόπος.