ὁμᾷ: Difference between revisions

From LSJ

ἄνθρωπός ἐστι πνεῦμα καὶ σκιὰ μόνον → human being is only a breath and a shadow, man is but a breath and a shadow

Source
m (LSJ1 replacement)
mNo edit summary
 
Line 12: Line 12:
{{ls
{{ls
|lstext='''ὁμᾷ''': Ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ ὁμῇ, Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 3. 237, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 48. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.
|lstext='''ὁμᾷ''': Ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ ὁμῇ, Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 3. 237, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 48. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.
}}
{{grml
|mltxt=[[ὁμῆ]] και [[ὁμῇ]] και αιολ. τ. [[ὕμοι]] και δωρ. τ. [[ὁμᾷ]] και [[ὄμα]] και αιολ. τ. [[ὔμα]] (Α) [[ομός]]<br /><b>επίρρ.</b> [[ομού]], [[μαζί]].
}}
}}

Latest revision as of 10:40, 22 September 2024

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: ὁμᾷ Medium diacritics: ὁμᾷ Low diacritics: ομά Capitals: ΟΜΑ
Transliteration A: homā̂i Transliteration B: homa Transliteration C: oma Beta Code: o(ma=|

English (LSJ)

Adv., Dor. for ὁμῆ (-ῇ), Hymn.Is.138, IG12(3).320.5 (Thera), Hsch.; Aeol. ὄ[μ]α IG12(2).526b31 (Eresos); ὔμα, ib.29.10,32.11.

Greek (Liddell-Scott)

ὁμᾷ: Ἐπίρρ., Δωρ. ἀντὶ ὁμῇ, Böckh διάφ. γραφ. παρὰ Πινδ. Ο. 3. 237, Ἑλλ. Ἐπιγράμμ. 1028. 48. ― Ἴδε Κόντου Φιλολ. Ποικίλα ἐν Ἀθηνᾶς τ. Α΄, σ. 158.

Greek Monolingual

ὁμῆ και ὁμῇ και αιολ. τ. ὕμοι και δωρ. τ. ὁμᾷ και ὄμα και αιολ. τ. ὔμα (Α) ομός
επίρρ. ομού, μαζί.