eternamente: Difference between revisions
From LSJ
Νὺξ μὲν ἀναπαύει, ἡμέρα δ' ἔργον ποιεῖ → Nam nox quietem praebet, facit opus dies → Die Nacht lässt unsre Arbeit ruhn, der Tag sie tun
m (esel replacement) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{esel | {{esel | ||
|sltx=[[ἀγενήτως]], [[ἀεί]], [[ἀενάως]], [[ἀθανάτως]], [[αἰανῶς]], [[ἀϊδίως]], [[αἰωνίως]], [[ἀκαταλύτως]], [[ἀκαταπαύστως]], [[ἀπαύστως]], [[ἀτελευτήτως]], [[ἀφθάρτως]], [[ἀφθίτως]], [[διαιωνίως]] | |sltx=[[ἀγενήτως]], [[ἀεί]], [[ἀενάως]], [[ἀθανάτως]], [[αἰανῶς]], [[ἀϊδίως]], [[αἰέν]], [[αἰωνίως]], [[ἀκαταλύτως]], [[ἀκαταπαύστως]], [[ἀπαύστως]], [[ἀτελευτήτως]], [[ἀφθάρτως]], [[ἀφθίτως]], [[δι' αἰῶνος]], [[διαιωνίως]], [[εἰς ἀΐδιον]], [[εἰς πάντα χρόνον]], [[εἰς τὸ πᾶν χρόνου]], [[εἰσαεί]], [[ἐσαεί]], [[τὸν δι' αἰῶνος χρόνον]] | ||
}} | }} |
Latest revision as of 06:08, 25 September 2024
Spanish > Greek
ἀγενήτως, ἀεί, ἀενάως, ἀθανάτως, αἰανῶς, ἀϊδίως, αἰέν, αἰωνίως, ἀκαταλύτως, ἀκαταπαύστως, ἀπαύστως, ἀτελευτήτως, ἀφθάρτως, ἀφθίτως, δι' αἰῶνος, διαιωνίως, εἰς ἀΐδιον, εἰς πάντα χρόνον, εἰς τὸ πᾶν χρόνου, εἰσαεί, ἐσαεί, τὸν δι' αἰῶνος χρόνον