φυτευτήρι: Difference between revisions
οὐ λήψει τὸ ὄνομα Κυρίου τοῦ Θεοῦ σου ἐπὶ ματαίω → thou shalt not take the name of the Lord thy God in vain
(45) |
lsj>Spiros m (Text replacement - "Polish: sadzak;" to "Polish: sadzak; Spanish: plantador;") |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{grml | {{grml | ||
|mltxt=το / [[φυτευτήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] κατάλληλο για το [[φύτευμα]] ποωδών, [[κυρίως]], [[φυτών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάδος]] φυτού που χρησιμεύει για [[μεταφύτευση]] και πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκταση]] γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για [[μεταφύτευση]], [[φυτώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κλαδευ</i>-<i>τήρι</i>(<i>ον</i>)]. | |mltxt=το / [[φυτευτήριον]], ΝΜΑ<br /><b>νεοελλ.</b><br />[[εργαλείο]] κατάλληλο για το [[φύτευμα]] ποωδών, [[κυρίως]], [[φυτών]]<br /><b>μσν.-αρχ.</b><br />[[κλάδος]] φυτού που χρησιμεύει για [[μεταφύτευση]] και πολλαπλασιασμό, [[καταβολάδα]]<br /><b>αρχ.</b><br />[[έκταση]] γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για [[μεταφύτευση]], [[φυτώριο]].<br />[<b><span style="color: brown;">ΕΤΥΜΟΛ.</span></b> <span style="color: red;"><</span> [[φυτεύω]] <span style="color: red;">+</span> κατάλ. -<i>τήρι</i>(<i>ον</i>), <b>πρβλ.</b> <i>κλαδευ</i>-<i>τήρι</i>(<i>ον</i>)]. | ||
}} | |||
{{trml | |||
|trtx====[[dibble]]=== | |||
Catalan: plantador; Czech: sázecí kolík; Danish: plantepind, plantestok; Dutch: [[pootijzer]], [[pootstok]]; English: [[dibble]], [[dib]], [[dibber]]; Finnish: istutuspuikko; French: [[plantoir]]; Galician: plantador; German: [[Pflanzholz]], [[Setzholz]]; Greek: [[εμφυτευτήριο]], [[φυτευτήριο]], [[φυτευτήρι]]; Ancient Greek: [[βωλοστρόφιον]], [[ἐμβολεύς]]; Irish: stibhín; Italian: [[piantatoio]]; Laboya: kanyakka; Latin: [[pastinum]]; Macedonian: колче; Maori: kōkotaia; Norwegian Bokmål: plantepinne; Polish: sadzak; Spanish: [[plantador]]; Welsh: tyllwr | |||
}} | }} |
Revision as of 09:07, 7 October 2024
Greek Monolingual
το / φυτευτήριον, ΝΜΑ
νεοελλ.
εργαλείο κατάλληλο για το φύτευμα ποωδών, κυρίως, φυτών
μσν.-αρχ.
κλάδος φυτού που χρησιμεύει για μεταφύτευση και πολλαπλασιασμό, καταβολάδα
αρχ.
έκταση γης όπου φυτεύονται και καλλιεργούνται συστηματικά δένδρα προορισμένα για μεταφύτευση, φυτώριο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < φυτεύω + κατάλ. -τήρι(ον), πρβλ. κλαδευ-τήρι(ον)].
Translations
dibble
Catalan: plantador; Czech: sázecí kolík; Danish: plantepind, plantestok; Dutch: pootijzer, pootstok; English: dibble, dib, dibber; Finnish: istutuspuikko; French: plantoir; Galician: plantador; German: Pflanzholz, Setzholz; Greek: εμφυτευτήριο, φυτευτήριο, φυτευτήρι; Ancient Greek: βωλοστρόφιον, ἐμβολεύς; Irish: stibhín; Italian: piantatoio; Laboya: kanyakka; Latin: pastinum; Macedonian: колче; Maori: kōkotaia; Norwegian Bokmål: plantepinne; Polish: sadzak; Spanish: plantador; Welsh: tyllwr