μισθοφορητέον: Difference between revisions
From LSJ
Κύριε, βοήθησον τὸν δοῦλον σου Νῖλον κτλ. → Lord, help your slave Nilos ... (mosaic inscription from 4th-cent. church in the Negev)
m (LSJ1 replacement) |
(CSV import) |
||
Line 15: | Line 15: | ||
{{lsm | {{lsm | ||
|lsmtext='''μισθοφορητέον:''' ρημ. επίθ. του προηγ., [[κάποιος]] που πρέπει να λάβει [[μισθό]], σε Θουκ. | |lsmtext='''μισθοφορητέον:''' ρημ. επίθ. του προηγ., [[κάποιος]] που πρέπει να λάβει [[μισθό]], σε Θουκ. | ||
}} | |||
{{lxth | |||
|lthtxt=''[[mercedem capere oportet]]'', [[one must receive pay]], [https://scaife.perseus.org/reader/urn:cts:greekLit:tlg0003.tlg001.perseus-grc2:8.65.3/ 8.65.3]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:40, 16 November 2024
English (LSJ)
one must receive pay, Th.8.65, where ἄλλους is used instead of ἄλλοις, as if it had been μισθοφορεῖν δεῖ.
Greek (Liddell-Scott)
μισθοφορητέον: ῥημ. ἐπίθ., δεῖ μισθοφορεῖν, Θουκ. 8. 65, ἔνθα τὸ ἄλλους κεῖται ἀντὶ τοῦ ἄλλοις, ὡς εἰ ἦν μισθοφορεῖν δεῖ.
Greek Monotonic
μισθοφορητέον: ρημ. επίθ. του προηγ., κάποιος που πρέπει να λάβει μισθό, σε Θουκ.