ἀκαθαρτοφαγία: Difference between revisions
From LSJ
οἵτινες πόλιν μίαν λαβόντες εὐρυπρωκτότεροι πολύ τῆς πόλεος ἀπεχώρησαν ἧς εἷλον τότε → after taking a single city they returned home, with arses much wider than the city they captured
(6_11) |
mNo edit summary |
||
Line 1: | Line 1: | ||
{{ls | {{ls | ||
|lstext='''ἀκαθαρτοφαγία''': ἡ, τὸ ἐσθίειν ἀκάθαρτα, Ἀρέθ. εἰς Ἀποκάλ. Β΄, 15. | |lstext='''ἀκαθαρτοφαγία''': ἡ, τὸ ἐσθίειν ἀκάθαρτα, Ἀρέθ. εἰς Ἀποκάλ. Β΄, 15. | ||
}} | |||
{{grml | |||
|mltxt=η (Μ [[ἀκαθαρτοφαγία]])<br /><b>νεοελλ.</b><br />το να τρώει [[κανείς]] ακάθαρτες ουσίες<br /><b>μσν.</b><br />το να τρώει [[κανείς]] τροφές που θεωρούνται ακάθαρτες, για τις οποίες υπάρχει θρησκευτική [[απαγόρευση]]. | |||
}} | }} |
Latest revision as of 13:01, 18 November 2024
Greek (Liddell-Scott)
ἀκαθαρτοφαγία: ἡ, τὸ ἐσθίειν ἀκάθαρτα, Ἀρέθ. εἰς Ἀποκάλ. Β΄, 15.
Greek Monolingual
η (Μ ἀκαθαρτοφαγία)
νεοελλ.
το να τρώει κανείς ακάθαρτες ουσίες
μσν.
το να τρώει κανείς τροφές που θεωρούνται ακάθαρτες, για τις οποίες υπάρχει θρησκευτική απαγόρευση.