μονάζω: Difference between revisions

From LSJ

ὁ ναύτης ὁ ἐν τῇ νηῒ μένων βούλεται τοὺς τέτταρας φίλους ἰδεῖν → the sailor staying on the ship wants to see his four friends

Source
(13_3)
(6_1)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0201.png Seite 201]] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a.
}}
{{ls
|lstext='''μονάζω''': ([[μόνος]]) εἶμαι [[μόνος]], εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον [[χωρίον]], Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., [[περιορίζω]], Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., [[γίνομαι]] εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.
}}
}}

Revision as of 09:10, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: μονάζω Medium diacritics: μονάζω Low diacritics: μονάζω Capitals: ΜΟΝΑΖΩ
Transliteration A: monázō Transliteration B: monazō Transliteration C: monazo Beta Code: mona/zw

English (LSJ)

   A to be alone, AP5.65 (Rufin.); live in solitude, στρουθίον μονάζον ἐπὶ δώματι LXX Ps.101(102).7, cf. Iamb.VP3.14; μ. ἐν ταῖς ἐρημίαις ib.35.253.    2 Gramm., of words, to be a solitary instance, Hdn.Gr.2.913.    b have a special force, A.D.Synt.191.2.    c to be used alone, μ. ἐκτὸς συνδέσμου ib.265.19.    3 trans., individualize, Eust.349.35:—Pass., to be made one, τῇ συμφυΐᾳ Id.1321.28.    II ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα unity multiplied into itself, Iamb.in Nic.p.60 P.

German (Pape)

[Seite 201] einzeln sein, allein bleiben, Rufin. 33 (V, 66) u. a. Sp.; – ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, die mit sich selbst multiplicirte Eins, Iambl. in Nicom. 85 a.

Greek (Liddell-Scott)

μονάζω: (μόνος) εἶμαι μόνος, εὐκαίρως μονάσασαν ἰδὼν Προδίκην ἱκέτευον Ἀνθ. Π. 5. 66· ζῶ βίον μονήρη, Ἰάμβλ. ἐν Βίῳ Πυθαγ. 3· οἱ μονάζοντες, μοναχοί, ἀναχωρηταί, ἐρημῖται, Συλλ. Ἐπιγρ. 8607. 2) ἐπὶ λέξεων, ἀπαντῶ εἰς ἓν μόνον χωρίον, Ἡρῳδιαν. π. μον, λέξ. 8. 20. 3) μεταβ., περιορίζω, Εὐστ. 349. 35. ― Παθ., γίνομαι εἷς, ὁ αὐτ. 1321. 28. ΙΙ. ἡ μονὰς ἑαυτὴν μονάσασα, πολλαπλασιασθεῖσα ἐφ’ ἑαυτήν, Ἰάμβλ. εἰς Νικομ. σ. 85.