συνείσακτος: Difference between revisions

From LSJ

Ἢ μὴ ποίει τὸ κρυπτὸν ἢ μόνος ποίει → Aut occulendum nil patra, aut solus patra → Tu nichts Verborgnes oder tue es allein

Menander, Monostichoi, 225
(b)
(6_17)
Line 12: Line 12:
{{pape
{{pape
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1011.png Seite 1011]] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-1011.png Seite 1011]] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.
}}
{{ls
|lstext='''συνείσακτος''': -ον, ὁ [[ὁμοῦ]] εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ [[συνείσακτος]] παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = [[ἀγαπητός]], [[ἤτοι]] πνευματικὸς [[ἀδελφός]], Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ [[συνείσακτος]], δηλ. [[παρθένος]] = ἀγαπητή, πνευματικὴ [[ἀδελφή]], Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.
}}
}}

Revision as of 09:21, 5 August 2017

Click links below for lookup in third sources:
Full diacritics: συνείσακτος Medium diacritics: συνείσακτος Low diacritics: συνείσακτος Capitals: ΣΥΝΕΙΣΑΚΤΟΣ
Transliteration A: syneísaktos Transliteration B: syneisaktos Transliteration C: syneisaktos Beta Code: sunei/saktos

English (LSJ)

ον,

   A introduced together: Lat. synisactas, expld. by sociatrices, pudicas vel abstinentes (i.e. a priest's housekeeper), Gloss.    2 θυγατέρες σ. illegitimate, Eust.1954.8.

German (Pape)

[Seite 1011] mit, zugleich eingeführt, eingebracht, Sp.

Greek (Liddell-Scott)

συνείσακτος: -ον, ὁ ὁμοῦ εἰσαγόμενος. ― Ὡς οὐσιαστ. ὁ συνείσακτος παρὰ τοῖς Ἐκκλ. (α) = ἀγαπητός, ἤτοι πνευματικὸς ἀδελφός, Γρηγ. Ναζ. IV, 88. 91. ― (β) ἡ συνείσακτος, δηλ. παρθένος = ἀγαπητή, πνευματικὴ ἀδελφή, Μαλχίων 256, Βασίλ. ΙΙ, 820, Γρηγ. Ναζ. IV, 89, κλπ., Λατ. subintroducta, Heinichen Eus. H. E. excurs. 13· θυγατέρες συν., νόθοι, Εὐστάθ. 1954. 8.