λιγνύς: Difference between revisions
Λόγῳ με πεῖσον, φαρμάκῳ σοφωτάτῳ → Oratione leni, medicina optima → Mit Worten überzeuge mich, der klügsten Medizin
(13_6a) |
(6_22) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] ύος, ἡ, der Rauch, Qualm; ἱέντα πυρπνόον διὰ [[στόμα]] λιγνὺν μέλαιναν Aesch. Spt. 476; [[στέροψ]] [[λιγνύς]], Soph. Ant. 1114; vom Opferrauch, Trach. 791; λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν Ar. Lys. 319; Th. 281; sp. D., Ant. Sid. 96 (VII, 637); περὶ δέ [[σφιν]] ἀΐδνη κήκιε [[λιγνύς]] Ap. Rh. 1, 389. Auch in späterer Prosa, αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Pol. 34, 11, 18; Strab. VI, 277. [Λιγνϋν im accus. bei Tryphiod. 322.] | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-02-0043.png Seite 43]] ύος, ἡ, der Rauch, Qualm; ἱέντα πυρπνόον διὰ [[στόμα]] λιγνὺν μέλαιναν Aesch. Spt. 476; [[στέροψ]] [[λιγνύς]], Soph. Ant. 1114; vom Opferrauch, Trach. 791; λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν Ar. Lys. 319; Th. 281; sp. D., Ant. Sid. 96 (VII, 637); περὶ δέ [[σφιν]] ἀΐδνη κήκιε [[λιγνύς]] Ap. Rh. 1, 389. Auch in späterer Prosa, αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Pol. 34, 11, 18; Strab. VI, 277. [Λιγνϋν im accus. bei Tryphiod. 322.] | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''λιγνύς''': -ύος, πυκνὸς καπνὸς μεμιγμένος [[μετὰ]] φλογῶν, πῦρ σκοτεινόμαυρον (ὁποῖον παράγεται καιομένων οὐσιῶν ῥητινωδῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28, 34), ἱέντα... διὰ [[στόμα]] λιγνὺν μέλαιναν Αἰσχύλ. Θήβ. 494˙ [[στέροψ]] [[λιγνύς]], ἐπὶ τῶν φλογῶν τῶν φαινομένων κατὰ τὴν νύκτα ἐπὶ τῶν δύο κορυφῶν τοῦ Παρνασσοῦ, Σοφ. Ἀντ. 1127, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 306˙ λ. [[σῶμα]] καταιθαλοῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1241˙ λ. καὶ καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 319˙ τὸ λιγνὺς [[πρόσεδρος]], Σοφ. Τρ. 794, φαίνεται ὀρθῶς ἑρμηνευθὲν ὑπὸ τοῦ Σχολ., ὁ καπνὸς τοῦ βωμοῦ ὁ περικυκλούμενος περὶ τὸν Ἡρακλέα (ἂν καὶ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ μεταφορ., τὸ [[σκότος]] τοῦ θανάτου)˙ - ἐν τῷ πληθ., αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Πολύβ. 34. 11. 18, πρβλ. Στράβ. 277˙ πρβλ. [[αἴθαλος]]. [ῡ, Τρυφ. 322˙ ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἀντ. ἔνθ’ ἀνωτ. (λυρ.) τὸ υ φαίνεται ὅτι [[εἶναι]] βραχύ.] | |||
}} | }} |
Revision as of 09:24, 5 August 2017
English (LSJ)
ύος, ἡ (parox. in Call.Fr.1.57 P.),
A thick smoke mixed with flame, murky fire (such as is made by burning resinous substances, Arist.Mete.387b6, al.), ἱέντα . . διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν A.Th.494; στέροψ λ., of the fires seen by night on the two peaks of Parnassus, S.Ant.1127 (lyr.); λ. σῶμα καταιθαλοῖ Ar.Av.1241; λ. καὶ καπνός Id. Lys.319; λιγνὺς πρόσεδρος S.Tr.794, expld. by Sch. of the smoke of the altar hanging round Heracles: pl., αἱ φλόγες καὶ αἱ λ. Plb.34.11.18, cf. Str.6.2.11. 2 soot, λ. ἐστι καπνώδης αἰθάλη Erot.s.v. γλῶσσαλιγνυώδης; used medicinally, Dsc.2.72, Gal.12.61. [ῡ Tryph. 322; but ῠ Call. l.c., and prob. in S.Ant. l.c.]
German (Pape)
[Seite 43] ύος, ἡ, der Rauch, Qualm; ἱέντα πυρπνόον διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν Aesch. Spt. 476; στέροψ λιγνύς, Soph. Ant. 1114; vom Opferrauch, Trach. 791; λιγνὺν δοκῶ μοι καθορᾶν καὶ καπνόν Ar. Lys. 319; Th. 281; sp. D., Ant. Sid. 96 (VII, 637); περὶ δέ σφιν ἀΐδνη κήκιε λιγνύς Ap. Rh. 1, 389. Auch in späterer Prosa, αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Pol. 34, 11, 18; Strab. VI, 277. [Λιγνϋν im accus. bei Tryphiod. 322.]
Greek (Liddell-Scott)
λιγνύς: -ύος, πυκνὸς καπνὸς μεμιγμένος μετὰ φλογῶν, πῦρ σκοτεινόμαυρον (ὁποῖον παράγεται καιομένων οὐσιῶν ῥητινωδῶν, Ἀριστ. Μετεωρ. 4. 9, 28, 34), ἱέντα... διὰ στόμα λιγνὺν μέλαιναν Αἰσχύλ. Θήβ. 494˙ στέροψ λιγνύς, ἐπὶ τῶν φλογῶν τῶν φαινομένων κατὰ τὴν νύκτα ἐπὶ τῶν δύο κορυφῶν τοῦ Παρνασσοῦ, Σοφ. Ἀντ. 1127, πρβλ. Elmsl. εἰς Εὐρ. Βάκχ. 306˙ λ. σῶμα καταιθαλοῖ Ἀριστοφ. Ὄρν. 1241˙ λ. καὶ καπνὸς ὁ αὐτ. ἐν Λυσ. 319˙ τὸ λιγνὺς πρόσεδρος, Σοφ. Τρ. 794, φαίνεται ὀρθῶς ἑρμηνευθὲν ὑπὸ τοῦ Σχολ., ὁ καπνὸς τοῦ βωμοῦ ὁ περικυκλούμενος περὶ τὸν Ἡρακλέα (ἂν καὶ ἕτεροι ἐκλαμβάνουσιν αὐτὸ μεταφορ., τὸ σκότος τοῦ θανάτου)˙ - ἐν τῷ πληθ., αἱ φλόγες καὶ αἱ λιγνύες Πολύβ. 34. 11. 18, πρβλ. Στράβ. 277˙ πρβλ. αἴθαλος. [ῡ, Τρυφ. 322˙ ἀλλ’ ἐν Σοφ. Ἀντ. ἔνθ’ ἀνωτ. (λυρ.) τὸ υ φαίνεται ὅτι εἶναι βραχύ.]