ἠερέθομαι: Difference between revisions
Εὐνοῦχος ἄλλο θηρίον τῶν ἐν βίῳ → Eunuchus, alia vitam spurcans bestia → Ein weitres Lebensungetüm ist der Eunuch
(13_5) |
(6_6) |
||
Line 12: | Line 12: | ||
{{pape | {{pape | ||
|ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch [[ἀερέθομαι]], vgl. [[ἠγερέθομαι]]),<b class="b2"> hangen, schweben</b>; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι – ἠερέθονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέθονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔθειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft. | |ptext=[[https://www.translatum.gr/images/pape/pape-01-1155.png Seite 1155]] ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch [[ἀερέθομαι]], vgl. [[ἠγερέθομαι]]),<b class="b2"> hangen, schweben</b>; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι – ἠερέθονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέθονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔθειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft. | ||
}} | |||
{{ls | |||
|lstext='''ἠερέθομαι''': Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. [[ἠγερέθομαι]]), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· [[συχν]]. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ [[τύπος]] [[ἀερέθομαι]] μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ. | |||
}} | }} |
Revision as of 09:49, 5 August 2017
English (LSJ)
Ep. for ἀείρομαι, only in 3pl. pres. and impf.,
A hang floating or waving in the air, αἰγίδα... τῆς ἑκατὸν θύσανοι . . ἠερέθονται Il.2.448; of a flight of locusts, 21.12; of flying-fish, Opp.H.1.435; ἓξ χεῖρες ἑκάστῳ -ονται A.R.1.944: metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young men's minds turn with every wind, Il.3.108.—The form ἀερέθονται in Hsch., cf. EM421.6.
German (Pape)
[Seite 1155] ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch ἀερέθομαι, vgl. ἠγερέθομαι), hangen, schweben; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι – ἠερέθονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέθονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔθειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερέθομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. ἠγερέθομαι), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· συχν. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ τύπος ἀερέθομαι μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ.