ἠερέθομαι
English (LSJ)
Ep. for ἀείρομαι, only in 3pl. pres. and impf., hang floating or waving in the air, αἰγίδα... τῆς ἑκατὸν θύσανοι.. ἠερέθονται Il.2.448; of a flight of locusts, 21.12; of flying-fish, Opp.H.1.435; ἓξ χεῖρες ἑκάστῳ -ονται A.R.1.944: metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young men's minds turn with every wind, Il.3.108.—The form ἀερέθονται in Hsch., cf. EM421.6.
German (Pape)
[Seite 1155] ep. verlängerte Form von ἀείρομαι (bei den Gramm. auch ἀερέθομαι, vgl. ἠγερέθομαι), hangen, schweben; τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι – ἠερέθονται, hundert Troddeln hangen an ihr, Il. 2, 448; von den flatternden Heuschrecken, 21, 12. übertr., ὁπλοτέρων φρένες ἠερέθονται, der Sinn der Jüngeren ist flatterhaft, 3, 108. Auch sp. D., ἔθειραι, Ap. Rh. 3, 830 u. oft.
French (Bailly abrégé)
seul. prés. et impf.
flotter dans l'air, voltiger.
Étymologie: ἀείρω.
Russian (Dvoretsky)
ἠερέθομαι: (только 3 л. pl. praes. и impf.) развеваться, колыхаться: τῆς (αἰγίδος) ἑκατὸν θύσανοι ἠερέθονται Hom. развеваются сто кистей эгиды (Афины); ἀκρίδες ἠερέθονται Hom. летит (= несется) саранча; αἰεὶ ὁπλοτέρων ἀνορῶν φρένες ἠερέθονται Hom. настроения молодых людей находятся в вечном движении, т. е. весьма непостоянны.
Greek (Liddell-Scott)
ἠερέθομαι: Ἐπ. ἀντὶ ἀείρομαι (πρβλ. ἠγερέθομαι), παθ., ἀπαντᾷ μόνον ἐν τῷ γ΄ πληθ. ἐνεστ. καὶ παρατ. ἠερέθονται, -οντο. Κρέμαμαι, αἰωροῦμαι, μετεωρίζομαι ἐν τῷ ἀέρι, ἐπὶ τῶν κροσσῶν τῆς αἰγίδος, αἰγίδα..., τῆς ἑκατὸν θύσανοι... ἠερέθοντο Ἰλ. Β. 448· ἐπὶ τῆς πτήσεως ἀκρίδων, Φ. 12· συχν. παρ’ Ἀπολλ. Ρόδ.· - μεταφ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, αἱ φρένες τῶν νεωτέρων πετοῦν εἰς τὸν ἀέρα, στρέφονται πρὸς πάντα ἄνεμον, εἶνε ἄστατοι, Ἰλ. Γ. 108. - Ὁ τύπος ἀερέθομαι μόνον παρὰ τοῖς Γραμμ.
English (Autenrieth)
(ἀείρω): flutter, float, Il. 21.12 ; φρένες, ‘are unstable,’ Il. 3.108.
Greek Monolingual
ἠερέθομαι (Α)
(επικ. τ. του αείρομαι
μόνο στο γ' πληθ. πρόσ. ενεστ. και πρτ.)
1. κρέμομαι, μετεωρίζομαι, αιωρούμαι
2. (για νέους) είμαι άστατος, έχω ασταθή φρονήματα.
[ΕΤΥΜΟΛ. < Παράλληλος τ. του αείρω (Ι) (πρβλ. ηγερέθομα-αγείρω). Το αρχικό μακρύ φωνήεν αποδίδεται σε μετρικούς λόγους].
Greek Monotonic
ἠερέθομαι: Επικ. αντί ἀείρομαι, Παθ., βρίσκεται μόνο στο γʹ πληθ. ενεστ. και παρατ. ἠερέθονται, -οντο· κρέμομαι, αιωρούμαι, είμαι μετέωρος, σε Ομήρ. Ιλ.· μεταφορ., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται, τα μυαλά των νέων αλλάζουν όπως το φύσημα του ανέμου, λέγεται για τον άστατο, ευμετάβλητο χαρακτήρα των νέων, στο ίδ.
Middle Liddell
[epic for ἀείρομαι, Pass., only found in3 pl. pres. and imperf. ἠερέθονται, -οντο]
to hang floating or waving in the air, Il.:—metaph., ὁπλοτέρων ἀνδρῶν φρένες ἠερέθονται young men's minds turn with every wind, Il.